Η πυρπόληση της οθωμανικής ναυαρχίδας στη Χίο από τον Κωνσταντίνο Κανάρη

Σεβασμιότατε Μητροπολίτη Χίου, Ψαρών και Οινουσών, παρευρισκόμενοι θρησκευτικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, εκπρόσωποι της Αδελφότητας Ψαριανών, ενορίτες και εκκλησιαζόμενοι του Ιερού Ναού των Αγίων Αποστόλων Κυψέλης. Στις 7 Ιουνίου του 1822 ακριβώς πριν 200 έτη, ο Ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης με το πλήρωμα του, τους συντροφοναύτες του, κατόρθωσε να πυρπολήσει την οθωμανική ναυαρχίδα του Καρά Αλή στο λιμάνι της Χίου· ένα αξιομνημόνευτο γεγονός με μεγάλη στρατιωτική αλλά και συμβολική σημασία. Η ομιλία μου, έρχεται να τιμήσει την ηρωική αυτή πράξη που έλαβε χώρα στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου· και ακόμα με το μικρό της λιθαράκι στους Δέλτους της Ιστορίας να συμβάλλει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης του Αγώνα των Ελλήνων το ‘21, ο οποίος τους χάρισε το πανανθρώπινο αγαθό της ελευθερίας.

Στις αρχές του 1822 η Ελληνική Επανάσταση είχε καταφέρει να εδραιωθεί στην Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και σε αρκετά νησιά του Αιγαίου, ενώ τα οθωμανικά κάστρα που δεν καταλήφθηκαν σε αυτές τις γεωγραφικές περιοχές, αποκλείστηκαν από ξηρά και θάλασσα. Οι Έλληνες είχαν καταφέρει να οργανωθούν πολιτικά μέσω του Συντάγματος της Επιδαύρου και η πρώτη ελληνική κυβέρνηση δημιούργησε στοιχειώδης κρατικές δομές την ίδια περίοδο.

Όμως, η εξάλειψη της απειλής του Αλή Πασά των Ιωαννίνων τον Γενάρη του 1822, αποδέσμευσε μεγάλο όγκο στρατευμάτων που ετοίμαζαν το Μάιο την κάθοδό τους στον Μοριά υπό τον Δράμαλη Πασά. Παράλληλα ένας αιγυπτιακός στόλος ετοιμάζονταν στην Αλεξάνδρεια για να καταπνίξει την Επανάσταση στην Κρήτη.

Η ύψωση των επαναστατικών λαβάρων στη Χίο στις αρχές Μαρτίου με την βοήθεια των Σαμιωτών του Λυκούργου Λογοθέτη, καταθορύβησε τον Σουλτάνο Μαχμούτ τον Β΄. Η εγγύτητα της πολυπληθούς Χίου με την Μ.Ασία πάνω στους βασικούς άξονες του ναυτεμπορίου του Αιγαίου, έθετε σε κίνδυνο τα τεράστια εμπορικά κέρδη του λιμανιού της Σμύρνης. Την ίδια στιγμή αφαιρούσε από τον οθωμανικό κορβανά τα έσοδα των φόρων από την ξακουστή χιώτικη μαστίχα αλλά και από ένα πλήθος ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στις οποίες επιδίδονταν οι Χιώτες έμποροι. Η Χίος συν τοις άλλοις θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εν δυνάμει θαυμάσιο στρατηγικό ορμητήριο του ναυτικού των Ελλήνων.

Για την καταστολή της Επανάστασης στην Χίο οι Οθωμανοί κινητοποίησαν ένα τρίκροτο, 3 άλλα πλοία της γραμμής, 6 φρεγάτες, 2 βρίκια και πολλά άλλα μεταφορικά σκάφη, συνολικά 22 πλοία, τα οποία την αποφράδα εκείνη Μεγάλη Πέμπτη αποβίβασαν εφτά χιλιάδες στρατού. Η αιματηρή κατάπνιξη της Επανάστασης της Χίου που ακολούθησε προκάλεσε τον αποτροπιασμό στην Ευρώπη αλλά και ένα ισχυρό αίσθημα θέλησης στους υπόλοιπους Έλληνες για εκδίκηση.

Ο στόλος του Καρά Αλή ελλιμενίστηκε κατόπιν στο λιμάνι της Χίου με απώτερο σκοπό την ένωση με την αιγυπτιακή αρμάδα του Μεχμέτ Αλή αμέσως μετά την αποβίβαση αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Κρήτη. Ακολούθως θα ενίσχυε την προέλαση του Δράμαλη Πασά στο Μοριά σύμφωνα το έργο του ιστορικού Δημήτρη Φωτιάδη «Κανάρης». Σύμφωνα με το Κοινό της Ύδρας σε επιστολή προς την Προσωρινή Διοίκηση των Ελλήνων, μια τέτοια ένωση θα δημιουργούσε «μία εχθρική υπέρογκος δύναμις, ήτις ημπορούσε να διευθυνθή ακωλύτως διά όποιο μέρος θελήση». Παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, εξασφαλίστηκε ένα σεβαστό ποσό στα μέσα Απριλίου με το οποίο αρματώθηκαν 63 πλοία από τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, σύμφωνα με το μνημειώδες έργο του Κωνσταντίνου Νικόδημου: «Υπόμνημα περί της Νήσου Ψαρών». Τα πλοία αυτά, αφού ενώθηκαν στη θαλάσσια περιοχή των Ψαρών, επιχειρούσαν συνεχώς από τα τέλη Απριλίου ως και τα τέλη Μαΐου προσπαθώντας να εισέλθουν στα Στενά της Χίου κυρίως από τον Νότο.

Ο πλους εκτελούνταν συνήθως υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες αφενός για να διασώσουν δυστυχείς Χιώτες που γλίτωσαν από τις σφαγές, αφετέρου για να μπορέσουν να προκαλέσουν όσο δυνατόν περισσότερες απώλειες περιορίζοντας τα Οθωμανικά πλοία στη Χίο, σύμφωνα με επιστολές του Κοινού των Ψαρών όπως παρατίθενται στο εκδοθέν «Αρχείο της νήσου Ψαρών» από τον Καθηγητή Βασίλειο Σφυροέρα. Για αρκετές ημέρες και νύχτες οι Έλληνες ναυτικοί προσχωρούσαν όσο μπορούσαν πιο κοντά στο λιμάνι της Χίου με σκοπό τις πυρπολικές επιθέσεις, ενώ οι Οθωμανοί ανοίγονταν στα ανοιχτά όταν τα ελληνικά πλοία πλησίαζαν αρκετά προς απόκρουσή τους. Στο ναυτικό εγχείρημα των τριών νήσων συνεισέφεραν από πλευράς ανεφοδιασμού ένα πλήθος επαναστατημένων νησιών όπως η Σάμος με κρασί και άλλειμα, ξύγκι δηλαδή για το παλάμισμα των πλοίων, η Τήνος με πρόβατα και βόδια, η Νάξος με κρέατα και κρασιά αλλά και άλλα νησιά όπως η Μύκονος, η Πάτμος καθώς και ναυτότοποι όπως η Κύμη Ευβοίας.

Δυστυχώς οι έριδες που ταλάνιζαν τον ελληνικό στόλο, που είχε έρθει αντιμέτωπος με το πρόβλημα της μισθοδοσίας των πληρωμάτων και που δεν είχε άμεσες επιτυχίες αφού τα ελληνικά μικρής ισχύος ναυτικά πυροβόλα δεν μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στα οθωμανικά, οδήγησαν τα Σπετσιώτικα πλοία στις 31 Μαΐου στην επιστροφή στην πατρίδα τους. Όμως το φιλότιμο των πληρωμάτων που παρέμεναν ήταν τέτοιο, που αυθόρμητα παρουσιάστηκε μια ομάδα Ψαριανών εθελοντών οι οποίοι ζητούσαν με επιτακτικό τόνο ένα μπουρλότο να δοκιμάσουν μόνοι την τύχη τους στην Χίο με τους Οθωμανούς. Η Βουλή των Ψαρών ανέθεσε στον Ψαριανό πλοίαρχο πυρπολικού Κωνσταντή Κανάρη την δύσκολη αυτή αποστολή. Ποιος ήταν όμως αυτός ο Κανάρης που θα απασχολούσε με τα έργα του και τη φήμη του τους Έλληνες για πολλά χρόνια ακόμα μετά την Επανάσταση;

Ο Κωνσταντίνος Μικέ Κανάρης γεννήθηκε στα Ψαρά το 1790, σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Γρηγορίου που συνέγραψε την βιογραφία «Ο πυρπολητής Κανάρης». Είχε μέτριο ανάστημα με μαυριδερή όψη και ήταν γόνος φτωχής οικογένειας με το επώνυμο Κανάριος. Ήταν απλοϊκός στους τρόπους του και ξεχώριζε για την μετριοφροσύνη του. Ασχολήθηκε από μικρός με τη θάλασσα την οποία αγάπησε, εξελισσόμενος σε έμπειρο ναυτικό που μπορούσε ήδη σε νεαρή ηλικία να εκτελέσει με το πλοίο του πολύπλοκους ναυτικούς ελιγμούς. Για αυτό δεν ήταν τυχαίο ότι στις αρχές του 1822 στα 32 του χρόνια, οι Ψαριανοί του είχαν εμπιστευθεί την διοίκηση ενός από τα πολύτιμα πυρπολικά τους μετά από δική του επιθυμία. Άλλωστε, το άστρο του Κανάρη, παντρεμένου ήδη από τα είκοσι του με την Ψαριανή Δέσποινα Μανιάτη, είχε ήδη ξεχωρίσει στην Ναυμαχία της Πάτρας τον Φεβρουάριο του 1822 ανεβαίνοντας στην εκτίμηση του Υδραίου μετέπειτα αρχιναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη.

Οι συντροφοναύτες του Κανάρη στο πυρπολικό, συμφώνησαν πρόθυμα να τον ακολουθήσουν ενώ ορίστηκε και το υδραίικο πυρπολικό του Ανδρέα Πιπίνου με πλήρωμα 19 ναυτικών να δράσει από κοινού μαζί τους. Είχε καταστεί φανερό ότι το εγχείρημα θα μπορούσε να έλθει σε πέρας, μόνο αν βασίζονταν πάνω στον απόλυτο αιφνιδιασμό του αντιπάλου. Το επιχειρησιακό σχέδιο ήταν απλό: Τα 2 μπουρλότα θα έπλεαν υπό την κάλυψη του σκότους μέχρι το βόρειο άκρο της Χίου. Ύστερα θα εισέρχονταν εντός του Στενού και θα εκμεταλλεύονταν τυχόν ευνοϊκούς ανέμους προκειμένου να εισέλθουν στο λιμάνι της Χίου και να εκτελέσουν νυχτερινή επίθεση σε όποιο εχθρικό πλοίο μπορούσαν, όπως σημειώνει ο ναύαρχος Κωνσταντίνος Μεταλληνός στο έργο του: «O ναυτικός Πόλεμος κατά την Ελληνική Επανάσταση». Ο Κανάρης γνωρίζοντας καλύτερα τα θαλάσσια ρεύματα στην περιοχή αλλά και τις εναλλαγές ανέμων, θα είχε το γενικό πρόσταγμα του εγχειρήματος, ενώ 2 ψαριανά και 2 υδραίικα πλοία θα ανέμεναν στο βόρειο Στενό της Χίου και στο νότιο αντίστοιχα, για να παραλάβουν τους πυρπολητές μετά την ριψοκίνδυνη ενέργειά τους.

Την 1η Ιουνίου τα 2 πληρώματα μεταλάβανε των Αχράντων Μυστηρίων σύμφωνα με το Γάλλο φιλέλληνα Jean Fhilippe Jourdain στο πόνημά του «Mémoires historiques et militaires sur les événements de la Grece» και άνοιξαν πανιά συντροφευμένα από τα 2 υδραίικα και 2 ψαριανά πλοία κινούμενα ανατολικά. Όμως ο σφοδρός αντίθετος άνεμος δεν τα άφηνε να μπουν μέσα στα Στενά της Χίου και τα 2 μπουρλότα αναγκάστηκαν να αγκιστρωθούν δυτικά της Λέσβου ως τις 6 Ιουνίου. Οι Υδραίοι ναύαρχοι στα Ψαρά ανέφεραν για την νηνεμία αυτή προς στο Κοινό της Ύδρας σε επιστολής τους: «τα μπουρλότα μας όπου επήγαν, από ταις μπουνάτσαις στέκονται από μακρυά ώστε να εύρουν την οκαζιόνε», την κατάλληλη δηλαδή ευκαιρία να πλεύσουν με ούριο για αυτούς άνεμο, για την εκτέλεση της αποστολής τους.

Στις 6 Ιουνίου επιτέλους ο επιθυμητός άνεμος βοήθησε τα 2 μπουρλότα, να πλεύσουν προς τις Οινούσες. Έχοντας προνοήσει να σηκώσουν αυστριακές σημαίες, ξεγέλασαν τα 11 πλοία/βαρδακόστες των Οθωμανών, καθώς η Αυστρία εφάρμοζε φιλική πολιτική απέναντι τους. Συνεχίζοντας τον πλου τους, τα πλοία του Κανάρη και του Πιπίνου εισήλθαν στο λεγόμενο μπογάζι, στα Στενά της Χίου δηλαδή. Την ώρα εκείνη ακούστηκε από την οθωμανική ναυαρχίδα το σινιάλο για την έναρξη των εορτασμών της τελευταίας μέρας του Ραμαζανιού καθώς την επομένη μέρα θα ξεκινούσε το Μπαϊράμι. Λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι της Χίου και ενώ είχε νυχτώσει, η πνοή του ανέμου καταλάγιασε και τους ανάγκασε να βρουν απάγκιο στον όρμο Κουμούδι. Μετά τα μεσάνυχτα καθώς η 7 Ιούνιου ξημέρωνε, το «μελτέμι ξαναφρεσκάρισε» όπως γλαφυρά παραθέτει ο Φωτιάδης και η τελική επίθεση προς την Οθωμανική αρμάδα ξεκινούσε. Αναφέρει μάλιστα ο Άγγλος φιλέλληνας ιστορικός Τόμας Γκόρντον στο εξαιρετικό του ιστορικό έργο «Ελληνική Επανάσταση» ότι και τα 2 μπουρλότα διέθεταν ένα βαρελάκι γεμάτο πυρίτιδα στις σκαμπαβίες διαφυγής ώστε να τιναχθούν στον αέρα, αν ω μη γένοιτο κινδύνευαν να αιχμαλωτιστούν.

Τα πλοία των Οθωμανών ήταν λαμπρά φωταγωγημένα, ξεχώριζαν όμως η ναυαρχίδα του Καρά Αλή, η Πασά Γκεμησί των 84 πυροβόλων, και η υποναυαρχίδα των 74 πυροβόλων Χασνέ Γκεμισί του υποναυάρχου Μουχτάρ Μπεη, πάνω στην οποία βρίσκονταν και το θησαυροφυλάκιο του Καρά Αλή. Τα δύο αυτά μεγάλα πλοία ήταν κατάφορτα καθώς είχαν επιβιβαστεί σε αυτά πέρα από τους κυβερνήτες των υπόλοιπων πλοίων της αρμάδας και επίσημοι αξιωματούχοι από την Μ.Ασία για να συμμετάσχουν στους εορτασμούς. Στην Ναυαρχίδα σύμφωνα με τον Φωτιάδη υπήρχαν περίπου 2.200 άτομα, χώρια τους αιχμάλωτους Έλληνες στα αμπάρια της.

Σε αυτά τα δύο πλοία θα προσκολλούσαν τα πυρπολικά τους αν και με την πρώτη ματιά δεν ήταν σίγουροι για την ταυτότητα τους. Ο Κανάρης πλησίασε την ναυαρχίδα που ήταν αγκυροβολημένη 1 μίλι από την ξηρά στο κέντρο του λιμανιού, περνώντας ανάμεσα από εχθρικές φρεγάτες. Το εγχείρημα των Ελλήνων ήταν τόσο ριψοκίνδυνο που ο Κανάρης θεωρούσε εξαρχής τον εαυτό του χαμένο, κάτι που παραδόξως του έδινε μια εσωτερική ηρεμία και γαλήνη. Έχοντας αυτά κατά νου, οι εντολές στο πλήρωμά του ήταν ατάραχες ενώ λένε ότι μονολόγησε κάποια στιγμή «Κωνσταντή, ετοιμάσου να πεθάνεις». Ελάχιστα πριν φτάσει στο ντελίνι του Πασά, το πυρπολικό του Κανάρη έγινε αντιληπτό στους φρουρούς στα εξωτερικά καταστρώματα της ναυαρχίδας που πυροβολούσαν πλέον εναντίων τους. Με στιβαρές και επιδέξιες κινήσεις ο πηδαλιούχος του Κανάρη, Ιωάννης Θεοφιλόπουλος ή Καραβόγιαννος, κατ’άλλους ο Ιωάννης Τσάκαλος, κατάφερε να σφηνώσει το μπαστούνι του μπουρλότου που προεξείχε από την πλώρη του, σε μια από τις ανοιχτές μπουκαπόρτες κανονιού της ναυαρχίδας.

Για καλύτερη αγκίστρωση χρησιμοποιήθηκαν γάντζοι από τους Έλληνες ναυτικούς που έπιασαν στα ξάρτια και βοήθησαν το μπουρλότο να στερεωθεί στα πλευρά της ναυαρχίδας. Αμέσως οι Έλληνες ναυτικοί πήδηξαν στην μεγάλη λέμβο, τη σκαμπαβία, και ο Κανάρης ανάφλεξε με την αναμμένη θρυαλλίδα το πυρπολικό του, το οποίο αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από ξύλο, ρητίνη, νέφτι, θειάφι και κατράμι. Τελευταίοι κατέβηκαν στην σκαμπαβία ο Θεοφιλόπουλος και ο Κανάρης, ενώ πλήθος από βόλια των Οθωμανών περνούσαν ανάμεσα τους ενώ απομακρύνονταν με τα κουπιά από την φλεγόμενη ναυαρχίδα. Καθώς απομακρύνονταν με τα κουπιά και η νύχτα είχε γίνει μέρα, ξεχώρισαν το διακριτικό σήμα, τη ναυαρχική σημαία του Καρά Αλή και πλέον βεβαιώθηκαν ότι επρόκειτο για την ναυαρχίδα.

Η πυρκαγιά μεταδόθηκε πολύ γρήγορα στο πλοίο καθώς το μπουρλότο κόλλησε από την μεριά που φυσούσε ο αέρας, ενώ τυλίχθηκαν στις φλόγες ξάρτια, πανιά και άλλα αντικείμενα στο κατάστρωμα. Το πλήρωμα της ναυαρχίδας προσπάθησε να περιορίσει την πυρκαγιά αλλά ήταν αδύνατο, ενώ με υπαρκτό τον κίνδυνο των εκρήξεων αλλά και της μετάδοσης της πυρκαγιάς, κανένα άλλο πλοίο δεν μπορούσε να πλησιάσει για βοήθεια. Πολλοί πήδηξαν στη θάλασσα για να σωθούν, ενώ πολλές από τις βάρκες που ρίχτηκαν στη θάλασσα για την πολυπόθητη σωτηρία ανατράπηκαν, είτε από κακό χειρισμό είτε από υπερβολικό φορτίο. Πενήντα λεπτά μετά την αρχική πυρπόληση, η φωτιά έφτασε στη πυριταποθήκη. Η έκρηξη που ακολούθησε συντάραξε το πλοίο, ενώ ένα φλεγόμενο κομμάτι ξύλου έπεσε πάνω στην βάρκα στην οποία επέβαινε ο Καρά Αλή τραυματίζοντας τον θανάσιμα, ξεψυχώντας λίγο αργότερα στα άγια χώματα της Χίου, τα οποία ο ίδιος πότισε με τόσο αίμα. Το ύψος της πυρκαγιάς ήταν τόσο υψηλό έγινε φανερή ακόμα και στην Σμύρνη, ενώ προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή και σύγχυση στα υπόλοιπα πλοία της αρμάδας τα οποία κόβανε άρον άρον τις άγκυρές τους για να βρεθούν στα ανοιχτά, άλλο βόρεια, άλλο νότια και άλλο προς τον Τσεσμέ.

Την ίδια ώρα ο Πιπίνος προσκόλλησε το πυρπολικό του στην υποναυαρχίδα και γρήγορα η φλόγες προς στιγμήν την αγκάλιασαν. Όμως το πλήρωμά της κατάφερε να περιορίσει την πυρκαγιά και να απομακρύνει το καιόμενο πυρπολικό το οποίο κατέληξε στην ξηρά. Παρόλα αυτά η υποναυαρχίδα έπαθε ιδιαίτερα μεγάλες φθορές και τέθηκε ουσιαστικά εκτός μάχης. Σύμφωνα με τον Jurdain άλλα έξι οθωμανικά πλοία έπαθαν ζημιές από προσκρούσεις μεταξύ τους, λόγω του χάους και της σύγχυσης που προκλήθηκε.

Οι δύο σκαμπαβίες κατευθύνθηκαν αλώβητες νότια με την δύναμη των κουπιών τους για όλο το υπόλοιπο τις νύχτας. Το ξημέρωμα απαντήθηκαν με τα 2 υδραίικα πλοία έξω από το νησί Βενέτικο στα οποία αποβιβάστηκαν, επιστρέφοντας στα Ψαρά την Τετάρτη 7 Ιουνίου, στις 3 το απόγευμα. Η υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε ήταν εξόχως τιμητική, με χαρμόσυνους κανονιοβολισμούς αλλά και κωδωνοκρουσίες. Το γενναίο αυτό κατόρθωμα διαδόθηκε όπως πληροφορεί ο Φάκελος νούμερο 2 της Γραμματείας των Ναυτικών των ΓΑΚ της Κεντρικής Υπηρεσίας «εις τους λίθους της όλης Ελλάδος» και γιορτάστηκε με «δοξολογίαν εις τον τριαδικόν Θεόν, διά την χαρισθήσαν νίκην». Το ηρωικό κατόρθωμα εμψύχωσε «ουχί μόνον τους εν τη θαλάσση πλέοντες, αλλά και τους εν τη ξηρά Έλληνας».

Αξίζει να μνημονευθεί ότι στις πρώτες αναφορές των Υδραίων ναυάρχων προς την Ύδρα, αλλά και την Ψαριανών προ τα άλλα νησιά και την Προσωρινή Διοίκηση, αναφέρεται ολικό κάψιμο των 2 προσβαλλόμενων εχθρικών πλοίων. Στην πραγματικότητα οι Ψαριανοί γνώριζαν ότι μόνο η ναυαρχίδα του Καρά Αλή είχε καεί ολοσχερώς. Όμως αφενός δεν ήθελαν να μειώσουν το γόητρο και το φιλότιμο των Υδραίων ώστε να μην σημειωθούν προστριβές μεταξύ τους για το αξιόμαχο του κάθε νησιού, αφετέρου η ελληνική επιτυχία φάνταζε ακόμα μεγαλύτερη αν στα χείλη των Ελλήνων διαδίδονταν η καύση 2 αντί 1 εχθρικών πλοίων.

Ποιες ήταν οι συνέπειες του ηρωικού αυτού κατορθώματος; Άμεσα ο Διοικητής της Σάμου Βαχίτ Πασάς όρισε ως προσωρινό αρχηγό του στόλου τον Μουχτάρ Μπέη αγνοώντας τον υπαρχηγό Μπεκήρ Μπέη. Πέρα από το μεγαλύτερο μέρος των οθωμανικών πλοίων που πλέον έχρηζαν συντήρησης, το ηθικό των Οθωμανών ναυτών καταρρακώθηκε. Θεωρήθηκε δε, σύμφωνα με τον Γάλλο ναύαρχο και ιστορικό Jοuriene de la Graviere στο έργο του «Ιστορία της υπέρ ανεξαρτησίας των Ελλήνων», ότι στη κατάσταση την οποία είχε περιέλθει η αρμάδα των Οθωμανών, δεν ήταν σε θέση να αναλάβει οποιοδήποτε σοβαρό πολεμικό εγχείρημα κατάληψης ελληνικών νησιών όπως τα Ψαρά ή η Σάμος. Μόνη συμφέρουσα λύση ήταν η επιστροφή στο σουλτανικό ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης. Παρόλα αυτά πριν αποχωρήσουν, το μένος τους ξέσπασε στα ελληνικά Μαστιχοχώρια ολοκληρώνοντας τον κύκλο σφαγών στη Χίο που είχε αρχίσει 2 μήνες πριν.

Στις 10 Ιουνίου ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε προς την Λέσβο με χίλιες δυο προφυλάξεις αποφεύγοντας προσεκτικά τα παραπλέοντα ή αντιπλέοντα πλοία. Λίγες μέρες αργότερα ελλιμενίστηκε στην Τένεδο και τελικά βρήκε καταφύγιο στον Ελλήσποντο στις 24 Ιουνίου σύμφωνα με τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο στο πολύτομο έργο του: «Η Ελληνική Επανάστασις». Η ένωση του στόλου του Καρά Αλή με τον Αιγυπτιακό είχε αποτραπεί. Το ηθικό του ελληνικού στόλου είχε ανέβει στα ουράνια και το πυρπολικό παγιώθηκε ως το πλέον αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των Ελλήνων ναυτικών, η στρατηγική χρήση του οποίου, μπορούσε να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα ματαιώνοντας ακόμα και την έκβαση ολόκληρων ναυτικών εκστρατειών.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σήμερα για ποιο λόγο αξίζει να μιλάμε για το γεγονός αυτό; Πρώτα από όλα γιατί το παράδειγμα του Κανάρη, του Πιπίνου και των πληρωμάτων τους, κατά κάποιο τρόπο μας μορφώνει. Η καρτερικότητα τους υπήρξε παροιμιώδης, αφού επί 6 ημέρες έπλεαν στα Στενά της Χίου με ξένη σημαία σε κοντινή απόσταση από τον εχθρό, διακινδυνεύοντας να γίνουν αντιληπτοί με πιθανότατα ολέθρια αποτελέσματα. Ύστερα η τόλμη τους και η τελική ανταπόδοση της επιμονής τους, διδάσκει την προσήλωση στον επιδιωκόμενο σκοπό ακόμα και όταν οι αντιξοότητες είναι ανυπέρβλητες. Ειδικά για τον Κανάρη τίποτα δεν προμήνυε ότι ο απλοϊκός αυτός και σεμνός καπετάνιος θα έκρυβε μέσα του έναν ήρωα, τον οποίο αποκάλυψαν οι συνθήκες και οι περιστάσεις.

Η επίγνωση της αποτελεσματικότητας ενός ανορθόδοξου στρατηγικού όπλου όπως το πυρπολικό συν τη Πίστη στο Θεό, γέμιζε με αυτοπεποίθηση τους Έλληνες ναυτικούς. Οι Έλληνες εξάλλου είχαν ήδη πετύχει να βυθίσουν το Μάιο του ‘21 ένα οθωμανικό δίκροτο στην Ερεσό της Λέσβου με προεξάρχοντα το Ψαριανό Δημήτριο Παπανικολή, προσαρμόζοντας τη τακτική της χρήσης του πυρπολικού, στη στρατηγική κατάσταση. Υπό αυτό το πρίσμα η καινοτομία αλλά και η ευρηματικότητα χαρακτήριζαν σε μεγάλο βαθμό τους ριψοκίνδυνους νησιώτες πυρπολητές, οι οποίοι κατανοούσαν την σημαντικότητα της ιστορικής στιγμής στα νερά της Χίου. Το κατόρθωμα του Κανάρη απέπνεε έμπνευση και αποθανατίστηκε ακόμα και σε έργα ζωγράφων όπως ο Κωνσταντίνος Βολανάκης και ο Νικηφόρος Λύτρας, ενώ σύμφωνα με τον Κόκκινο, η εικόνα του Κανάρη « εκυκλοφόρησεν εις χαλκογραφίας και λιθογραφίας εις όλα τα κέντρα της Ευρώπης, ενώ ποιηταί μεγάλοι όπως ο Ουγκώ και ο Μπερανζέ τον αποθανάτισαν με τα έργα των».

O Πιπίνος συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αγώνα ως καπετάνιος πυρπολικού. Μάλιστα την περίοδο του Βασιλιά Όθωνα έφτασε στο βαθμό του Πλοιάρχου Β’ Τάξεως. Προς τιμήν της δράσης του, το Πολεμικό Ναυτικό έδωσε το όνομά του σε υποβρύχιο την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και σε ένα ακόμα υποβρύχιο σύγχρονο το οποίο ναυπηγήθηκε το 2014 και βρίσκεται ακόμα σε ενέργεια.

Όσο για τον Κανάρη, λίγους μήνες μετά το κατόρθωμα της Χίου κατάφερε με το πυρπολικό του να κάψει ένα δίκροτο των 74 πυροβόλων στην Τένεδο τον Οκτώβριο του 1822. Ο Κανάρης υπήρξε ο πλέον επιτυχημένος Έλληνας πυρπολητής αφού σύμφωνα με τον ναύαρχο Κεφαλληνό έλαβε μέρος σε συνολικά 12 ναυτικές εκστρατείες στην Επανάσταση εκτελώντας, 6 ολοκληρωμένες πυρπολικές επιθέσεις κατά τις οποίες κατέστρεψε 4 συνολικά πλοία. O Γάλλος ναύαρχος Jurien de la Graviere έγραψε για αυτόν: «Εις την σύγχρονον ιστορίαν δεν θέλομεν ανεύρη φυσιογνωμίαν ευγενεστέραν της του Κανάρη του ανδρείου των ανδρείων, την ειλικρινεστάτην και χρηστοτάτην των ψυχών». Στην περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια έφτασε μέχρι το βαθμό του αντιναυάρχου, ενώ στην περίοδο του Βασιλιά Όθωνα ανέλαβε στρατιωτικά αξιώματα όπως του «Αρχηγού της κατά το Αιγαίον Μοίρας», αλλά και πολιτικά όπως του Γερουσιαστή και του Πρωθυπουργού, αξίωμα που ανέλαβε ξανά και την περίοδο του Γεωργίου του Πρώτου. Ο θάνατος τον βρήκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1877 στην Κυψέλη της Αθήνας. Δεν θα ήταν λάθος να πει κανείς ότι η προσφορά του στα κοινά, ήταν εφάμιλλη με εκείνη στα στρατιωτικά. Το Πολεμικό Ναυτικό έδωσε 5 φορές το όνομα Κανάρης σε πλοία του: σε Κανονιοφόρο το 1835, σε βοηθητικό στόλου το 1880, σε 1 Αντιτορπιλικό στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε 1 ακόμα αμέσως μετά, αλλά και σε Φρεγάτα του Πολεμικού Ναυτικού που παραλήφθηκε το 2002 και βρίσκεται ακόμα σε ενέργεια.

Η αναζήτηση προτύπων στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης που να μπορούν να εμπνεύσουν με τις ηρωικές πράξεις τους για το κοινό καλό αλλά και για την αφοσίωση στο καθήκον, είναι περισσότερο επιβεβλημένη από ποτέ. Η προβολή των προτύπων αυτών όπως ο Κανάρης και ο Πιπίνος, πάντα γεμίζουν δύναμη και κουράγιο εμάς τους νεώτερους, απομακρύνούν την μεμψιμοιρία και την κατήφεια ενώ συνάμα ενισχύουν την προκοπή και την ενότητα του Έθνους απ’άκρη σε άκρη. Χαρακτηριστικά είναι τα γραφόμενα της Δημογεροντίας της Τζιας προς το Κοινό της Ύδρας στις 9 Ιουνίου του 1822 λίγες μέρες με το κάψιμο της ναυαρχίδας στην Χίο, τα οποία φανερώνουν τη χαρά αλλά και την ανακούφιση που έλαβαν τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου που κινδύνευαν με αφανισμό, αλλά παρόλα αυτά συμμετείχαν στην επαναστατική προσπάθεια του Έθνους:

« Σήμερον απέρασεν απ’εδώ το πλοίον σας από το οποίον και ελάβομεν την χαροποιάν είδησιν διά το καύσιμον των δύο ντελινιών· εδοξάσαμεν τον Θεόν και αμέσως έγινε κοινή λιτανεία και παράκλησις».

Σας ευχαριστώ πολύ!

Μιχάλης Κατσικαρέλης,

ιστορικός

Διαβάστε ακόμα