Μνήμη της Οσίας Πελαγίας της εν τη Ιερά Μονή Κεχροβουνίου ασκησάσης

Του Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου, Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Mνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Πελαγίας, τῆς ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ Κεχροβουνίου ἀσκησάσης, τῇ οὔσῃ ἐν τῇ νήσῳ Τήνῳ, εἰς ἥν, ἐμφανισθεῖσα Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐφανέρωσε τήν ἀνεύρεσιν τῆς θαυματουργοῦ αὐτῆς εἰκόνος, τῆς Εὐαγγελιστρίας.

Ἡ Ὁσία Πελαγία γεννήθηκε, περί τό 1752, στό χωριό Κάμπος τῆς Τήνου ἀπό φτωχούς καί εὐσεβεῖς γονεῖς καί ὀνομαζόταν Λουκί-α. Ἐπηρεασμένη ἀπό τό ἐκκλησιαστικό οἰκογενειακό περιβάλλον, τό ὁποῖο καλλιεργοῦσε ὁ ἱερέας πατέρας της Νικηφόρος Νεγρεπόντης, καί ἀφοῦ κατηχήθηκε κατάλληλα ἀπό τήν θεία τῆς μητέρας της, τήν εὐσεβή μοναχή Πελαγία Φραγκούλη, σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο καί εἰσῆλθε στήν μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Κεχροβούνιο, ὡς δόκιμος.

Καθοδηγούμενη ἀπό τήν θεία μοναχή της, γρήγορα διακρίθηκε γιά τήν ὑπακοή, τήν ἐγκρά-τεια, τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν φιλομάθειά της, ἀφιερώνοντας τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἡμέρας στήν κοινή λατρεία στόν ναό, στήν ἀτομική προσευχή στό κελί της καί στήν μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων. Διερχόμενη ἐπαξίως τό στάδιο τῆς δοκιμασίας, ἔγινε μοναχή καί ἔλαβε τό ὄνομα Πελαγία. Τόν Ἰούλιο τοῦ 1822, σέ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, ἀποκαμωμένη ἀπό τήν πολλή προσευχή, ἀποκοιμήθηκε. Τότε ἐμφανίσθηκε σέ αὐτή, σέ ὅραμα, γυναίκα μεγαλοπρεπής πού ἔλαμπε περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο, ἡ ὁποία τήν διέταξε νά πεῖ στόν ἐπίτρο-πο ἐπί τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων τῆς μονῆς Σταμέλλο Καγκάδη τήν θέλησή της νά ἀποκαλύψει τό κατερειπωμένο καί καταχωμένο μέγαρό της στόν ἀγρό τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρᾶ, νά ἐπιβλέψει δέ ὁ ἴδιος στήν ἀνέγερση ἑνός νέου ναοῦ.

Ὅταν ξύπνησε ταραγμένη ἡ Πελαγία καί ὑποπτεύθηκε μήπως τό ὅραμα αὐτό ἦταν ἔργο τοῦ σατανᾶ, ἀπέκρυψε τό συμβάν. Τήν ἑπόμενη ὅμως, Κυριακή 16 Ἰουλίου, ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου τό ἴδιο ὅραμα καί ἐπαναλήφθηκε καί πάλι ἡ ἴδια διαταγή. Ἀλλά καί πάλι ἡ Πελαγία, βασανιζόμενη ἀπό τήν ἀμφιβολία, δίσταζε νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή. Ὁπότε, τήν ἑπόμενη Κυριακή 23 Ἰουλίου, ἐμφανίσθηκε γιά τρίτη φορά τό ὅραμα καί σέ ἔντονο πλέον ὕφος διέταξε τήν Πελαγία νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή πού τῆς δίδεται, διαφορετικά αὐτή θά διαγραφόταν ἀπό τήν βίβλο τῆς ζωῆς. Τότε ἡ Πελαγία, ἀφοῦ ἀναθάρρησε, ρώτησε τήν ἄγνωστη ποιά ἦταν, καί ἐκείνη ἀποκρίθηκε ὅτι ὀνομαζόταν «Εὐαγ-γελίζου γῆ χαράν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοί Θεοῦ δόξαν». Ἀπό τό ὄνομα αὐτό, ἡ Πελαγία πείσθηκε ὅτι ἡ ἄγνωστη ἦταν ἡ Θεοτόκος, γεμάτη δέ χαρά καί θεία ἀγαλλίαση ἔσπευσε καί γνωστοποίησε τό συμβάν πρός τήν ἡγουμένη Μελανθία, ἡ ὁποία, γνωρίζοντας τήν ὁσιότητα τῆς Πελαγίας, τήν προέτρεψε, τό ταχύτερο νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή πού ἀνατέθηκε σέ αὐτήν. Ἔτσι, τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἡ Πελαγία μετέβη στό χωριό Καρυά καί διηγήθηκε στόν Καγκάδη πού ζοῦσε ἐκεῖ ὅσα συνέβησαν. Αὐτός παρέπεμψε τήν Πελαγία πρός τόν Μητροπολίτη Τήνου Γαβριήλ, πού βρισκόταν στό ἴδιο μέρος, ὁ ὁποῖος γνωρίζοντας τήν θεοσέβεια καί τήν ἀρετή τῆς Πελαγίας, ἀφοῦ μέ προσοχή ἄκουσε αὐτή, κατέβηκε στήν πόλη, συγκέντρωσε μέ κωδωνοκρουσίες τούς κατοίκους, ἀνακοίνωσε τό ὅραμα τῆς Πε-λαγίας, καί τούς προέτρεψε νά βοηθήσουν μέ χρηματικές εἰσφορές καί μέ προσωπική ἐργασία γιά ἀνεύρεση τοῦ ναοῦ καί τῆς ἁγίας εἰκόνος τῆς Θεοτόκου. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ ἔσπευσαν πρόθυμα στήν πρόσκληση τοῦ Ἱεράρχου τους καί ὅλοι μαζί προσέφεραν ὅ,τι μποροῦσε ὁ καθένας. Ἔτσι μέ τό συγκεντρωμένο χρη-ματικό ποσό ἄρχισαν οἱ ἐργασίες τῶν ἀνασκαφῶν, μέ ἀποτέλεσμα κατ’ ἀρχάς τήν ἀποκάλυψη ἀρχαίου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί στίς 30 Ἰανουαρίου, κατόπιν νέου ὁράματος τῆς Πελαγίας, πού προσδιόριζε τήν ἀκριβῆ θέση τῆς εἰκόνος, τήν ἀνεύ-ρεση αὐτῆς, μέσα στό δάπεδο τοῦ ἀποκαλυφθέντος ναοῦ.

Ἡ Πελαγία, γεμάτη χαρά καί ἱκανοποίηση, διότι ἔτυχε τῆς ὕψιστης αὐτῆς τιμῆς καί χάρης ἀπό τήν Θεοτόκο, γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἱερᾶς αὐτῆς εἰκόνος, συνέχισε τόν ὅσιο βίο της στήν μονή, παρέχοντας συνάμα στούς πιστούς τίς θεῖες δωρεές, ἀφοῦ προικίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τήν χάρη τῆς παροχῆς αὐτῶν. Ἔτσι, ζώντας μέ ὅσιο καί θεοφιλῆ τρόπο, στίς 28 Ἀπριλίου 1834, σέ ἡλικία 82 ἐτῶν, κοιμή-θηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε στόν Ταξιάρχη, τό κοιμητήριο τῆς μονῆς. Ἀργότερα, ἀφοῦ ἀνακομίσθηκαν τά ἱερά λείψανά της, ἡ ἁγία της κάρα, γιά νά μήν μεταφερθεῖ στόν ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας, ὅπως ζητοῦσε ἡ ἐπιτροπή πού διοικοῦσε τό ἱερό Ἵδρυμα, ἀπεκρύβη μέσα στήν κρύπτη, πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα πού βρισκόταν στό ναΐδριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἔκτοτε, ἡ κρύπτη παρέμεινε ἄγνωστη μέχρι στίς 8 Ὀκτωβρίου 1949, ὅταν κατά τήν γενόμενη ἀνακαίνιση τοῦ ναϋδρίου, ἀποκαλύφθηκε αὐτή καί βρέθηκε μέσα σέ αὐτή ἡ τίμια κάρα τῆς Πελαγίας, ἀναπέμποντας ἄρρητη εὐωδία. Σήμερα φυλάσσεται στό κελλί της, στό ὁποῖο ἡ Ὁσία διῆλθε τόν βίο της, παρέχοντας τίς θαυματουργίες της στούς πιστούς πού προσέρχονται σέ αὐτήν.

Μέ τήν ὑπ’ ἀρ. 803/11-9-1970 Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀνακηρύχθηκε ἡ Πελαγία Ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὁρίσθηκε νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στίς 23 Ἰουλίου, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὁραματίσθηκε τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὑπέδειξε σέ αὐτή τόν τόπο τοῦ παλαιοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ, ὅπου κάτω ἀπό τά ἐρείπιά του βρισκόταν ἡ ἱερά εἰκόνα της.

Διαβάστε ακόμα