Το σήμερα και το αύριο στην Ελλαδική Εκκλησία

Του Νίκου Σβέρκου

Η πρόσφατη κρίση που ξέσπασε ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος σημάδεψε τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και επηρέασε τον πρόσφατο ανασχηματισμό. Ηταν μια κρίση η οποία –τουλάχιστον στο προσκήνιο– προέκυψε σχεδόν «από το πουθενά».

Οι σχέσεις του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με τον πρωθυπουργό χαρακτηρίζονταν «καλές», δημιουργώντας ελπίδα σε τμήματα πιστών και θεολόγων ότι οι στρυφνές σχέσεις ανάμεσα στην Εκκλησία και σε προοδευτικούς πολιτικούς χώρους μπορούσαν να εξομαλυνθούν οριστικά. Προκάλεσε, όμως, και ανησυχία σε κομμάτια ακραίων εκκλησιαστικών κύκλων, ότι σημαντικά μερίδια ισχύος που κατέχει η Εκκλησία μπορούσαν να χαθούν ανεπιστρεπτί.

Πώς φτάσαμε ένα βήμα πριν από τη ρήξη μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας; Γιατί οι δηλώσεις συμπαθείας από την ηγεσία της Αρχιεπισκοπής μετατράπηκαν σε τελεσίγραφα;

Γιατί «θυσιάστηκε» τελικά ο Νίκος Φίλης και ποιες είναι οι προοπτικές των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας μετά την υπουργοποίηση του Κώστα Γαβρόγλου; Η «Εφ.Συν.» επιχειρεί την «καταβύθιση» στα πιο δυσπρόσιτα πεδία της εκκλησιαστικής εξουσίας και αναλύει τους ενδοεκκλησιαστικούς συσχετισμούς, το «παιχνίδι ισχύος» ανάμεσα στους δύο θεσμούς που συγκρούστηκαν και τους φόβους που ελλοχεύουν εκατέρωθεν από τη διατάραξη των ιστορικών αλλά ιδιαίτερα περίπλοκων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.

Οι σχέσεις ανάμεσα στον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και τον Αλέξη Τσίπρα ήταν από το 2012 εξαιρετικές. Ο Νίκος Παππάς φέρεται μάλιστα το 2012 να είχε δηλώσει: «Είμαστε πολύ τυχεροί που αρχιεπίσκοπος σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι ο Ιερώνυμος».

Τι οδήγησε όμως στην αλλαγή στάσης του Ιερώνυμου απέναντι στην κυβέρνηση και από τις θετικές δηλώσεις, π.χ. για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, να φτάσουμε στη μισαλλόδοξη δήλωση ότι η Ελλάδα κινδυνεύει από ισλαμοποίηση;
Οσοι γνωρίζουν καλά τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο, αλλά και τα όσα έχουν μεσολαβήσει από την εποχή που στην αξιωματική αντιπολίτευση αναδείχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, έχουν δύο εξηγήσεις: μία εκκλησιαστική και μία πολιτική.

Η μία πτυχή, αυτή που αφορά τη διατήρηση ισορροπιών στο εσωτερικό της Εκκλησίας, φέρει τον Ιερώνυμο να παρακολουθεί με ανησυχία την ισχυροποίηση των «ακραίων» εντός της ιεραρχίας. Το παιχνίδι στην κορυφή της Εκκλησίας παίζεται με όρους αναπαραγωγής της δύναμης, ήτοι εξαρτάται από την εκλογή νέων μητροπολιτών.

Οσοι παρατηρητές ακολουθούν αυτό το σκεπτικό, δικαιολογούν τη μεταστροφή του Ιερώνυμου ως μια απέλπιδα προσπάθεια να μη διαταραχθούν τα προνόμια της Εκκλησίας, αλλά και να αφεθεί απερίσπαστος στο να εκλέξει όποιους μητροπολίτες επιθυμεί. «Εδωσε στους ακραίους τη δημόσια εικόνα και εκείνος κράτησε για τον εαυτό του τη διαδοχή στις κατά τόπους Μητροπόλεις» λένε.

Αυτή η εξήγηση μπορεί όμως να απηχεί ένα μέρος της αλήθειας. Δεν λαμβάνει δηλαδή υπόψη τις διεργασίες στο πολιτικό επίπεδο. Οσοι γνωρίζουν από παλιά τον Ιερώνυμο επισημαίνουν ότι ποτέ δεν θέλησε να αιφνιδιαστεί από την πολιτική.

Με άλλα λόγια, προετοιμάζεται αρκετά πριν από μια σημαντική αλλαγή. Και συμπληρώνουν χαρακτηριστικά: «Οπως προετοιμαζόταν κάποτε για την έλευση του Αλέξη Τσίπρα, προετοιμάζεται τώρα για την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Συνομιλεί άλλωστε σχεδόν καθημερινά με πρόσωπα όπως ο συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς.

Οι πιο προσεκτικοί παρακολουθούν και τις κινήσεις του προέδρου της Ν.Δ., που προχτές βρέθηκε στο Αγιον Ορος.

Είπε προ ημερών ότι δεν είναι υπέρ του διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας με συνταγματική διάταξη (σε αντίθεση με το φιλελεύθερο προφίλ που καλλιεργούσε επ’ αυτού μέχρι πρότινος), ενώ στη Βουλή είχε επιτεθεί στην κυβέρνηση Τσίπρα για τη διαμάχη με την Εκκλησία για το μάθημα των Θρησκευτικών. Ορισμένοι συμπεραίνουν ότι οι κινήσεις Ιερώνυμου και Μητσοτάκη δεν συγκλίνουν τυχαία.

Η εκκλησιαστική παρουσία

Υπάρχει όμως και η άποψη που εμφανίζει την Εκκλησία να είναι αρνητική ή και φοβική στο ενδεχόμενο να υπάρξει συζήτηση για αλλαγές στις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος.

Η Εκκλησία, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει προσφάτως καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση προς το Μαξίμου με τις επιθυμίες της στο πεδίο της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με άλλα λόγια έχει καταθέσει κατάλογο με περιοχές που, αν της παραχωρηθούν, θα δώσει το πράσινο φως για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας.

Η λίστα αυτή περιλαμβάνει: τον Λαιμό της Βουλιαγμένης, που όμως απαιτεί αλλαγή σχεδίων χρήσης της περιοχής, μια κατοικήσιμη περιοχή δίπλα στον Κοκκιναρά στην Πεντέλη, την επανέναρξη λειτουργίας των λατομείων της Πεντέλης, καθώς και ένα «φιλέτο» στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής, που προορίζεται για επιχειρηματική χρήση.

Οι απαιτήσεις της Εκκλησίας είναι προφανώς τεράστιες και πολιτικά μη διαχειρίσιμες. Με αυτό το σκεπτικό και με την απειλή νέων «λαοσυνάξεων», η Εκκλησία είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει εν τοις πράγμασι ακόμα και τις δημοσκοπήσεις, στις οποίες η πλειοψηφία των πολιτών ζητά τον διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας.

Η κυβέρνηση όμως τι πράττει σήμερα; Ορισμένοι θεωρούν ότι η υπουργοποίηση του προσφιλούς στον Οικουμενικό Πατριάρχη, Κώστα Γαβρόγλου, που έχει μιλήσει για τον Βαρθολομαίο και σε ειδικές εκδηλώσεις και θα συναντηθεί τη Δευτέρα με τον αρχιεπίσκοπο, αποτελεί «ντρίμπλα» του Αλέξη Τσίπρα στην Εκκλησία.

Αλλοι πάλι θεωρούν ότι ο Ιερώνυμος, επιβάλλοντας ουσιαστικά την απομάκρυνση του Νίκου Φίλη, έδειξε τα «δόντια» του στην κυβέρνηση. Και εκείνη υποχώρησε, υπουργοποιώντας έναν πανεπιστημιακό, ικανό μεν, «νομιμόφρονα» δε.

Το εάν η κυβέρνηση έχει ακόμα τη διάθεση να συγκρουστεί με αναχρονιστικές αντιλήψεις θα αποδειχτεί σε δύο φάσεις: όταν θα γίνουν συγκεκριμένες οι προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά και στο τέλος της σχολικής χρονιάς, όταν θα αξιολογηθούν τα αναλυτικά προγράμματα των Θρησκευτικών και θα πρέπει να ξεκινήσει η διαδικασία για τη συγγραφή νέων βιβλίων.

Τέσσερις ομάδες στο σώμα της Ιεραρχίας

Σε κάθε οργανισμό που ασκεί εξουσία, παρατηρούνται ομαδοποιήσεις. Δεν θα μπορούσαν τέτοιου είδους διαχωρισμοί να μην παρατηρούνται και στο σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησία της Ελλάδος. Οποιος όμως επιχειρήσει να χαρτογραφήσει το εσωτερικό της Εκκλησίας, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ομαδοποιήσεις στις τάξεις των μητροπολιτών είναι «ρευστές».

Τα κριτήρια είναι, άλλωστε, πολλά και μερικές φορές αντιφατικά στον προσδιορισμό των επιρροών που ασκούνται και λαμβάνονται από τους μητροπολίτες. Πρέπει να συνυπολογιστούν αφενός ιστορικοί και γεωγραφικοί παράγοντες.

Υπάρχουν όμως και πνευματικοί παράγοντες, που σχετίζονται με τον αρχιεπίσκοπο που χειροτόνησε τον κάθε ιεράρχη, καθώς και με το εάν η χειροτονία τους αποτέλεσε προϊόν σύγκρουσης ή συμβιβασμού μεταξύ των άλλων ιεραρχών. Σωστό κουβάρι, δηλαδή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, μετά τον Χριστόδουλο, η ισχύς των οργανώσεων όπως της «Χρυσοπηγής» ή του «Σωτήρα» έχει πλέον μετριαστεί.

Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν αρκετά σημαντικά γεγονότα που λειτούργησαν ως «ορόσημα», οδήγησαν δηλαδή αρκετούς ν’ ανοίξουν τα χαρτιά τους. Το γεγονός-τομή που δοκίμασε κάθε ιεράρχη προσωπικά αποτέλεσε η προσφυγική κρίση, ενώ άλλοι έσπασαν τη σιωπή τους για την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης σε ομόφυλα ζευγάρια.

Ορισμένοι μητροπολίτες καλλιέργησαν μέχρι και τη μισαλλοδοξία ή και τη συνωμοσιολογία. Υπάρχουν, πάλι, ιεράρχες που, λόγω ηλικίας, λόγω της πληθυσμιακής σύστασης της Μητρόπολής τους, λόγω των πνευματικών σχέσεών τους με το Πατριαρχείο, λόγω προσωπικών «αντισυμβατικών» απόψεων για την Εκκλησία είτε λόγω της ιδιάζουσας συγκυρίας που αφορά αλλότρια συμφέροντα και προσωπικούς μελλοντικούς σχεδιασμούς, επιλέγουν να μην εκτεθούν δημόσια και να αφιερωθούν στο πνευματικό και διοικητικό τους έργο.

Χονδρικά, ανάμεσα στους 81 μητροπολίτες μπορούμε να χωρίσουμε τους ιεράρχες σε τέσσερις ομάδες:

1. Οι «ακραίοι»: ιεράρχες που με ιδιαίτερη ορμή επιλέγουν να τοποθετούνται δημόσια, προβάλλοντας σαφώς συντηρητική ατζέντα, ενώ μερίδα αυτών έχουν αναφορές στη Μονή Βατοπεδίου. Ολοι οι «ακραίοι» αποτελούν περίπου το 25%-30% της ιεραρχίας.
2. Το «περιβάλλον Ιερώνυμου»: οι περισσότεροι εκ των οποίων χειροτονήθηκαν επί των ημερών του σημερινού αρχιεπισκόπου μετά το 2008. Αριθμούν περίπου το 15% των ιεραρχών.
3. Οι «προοδευτικοί»: πολυποίκιλη ομάδα, που εκφράζει απόψεις εκσυγχρονιστικές για την Εκκλησία, το αναγκαίο έργο της και τις σχέσεις της με το κράτος. Κινούνται μεταξύ 5% και 10%.
4. Οι «ήσυχοι»: όσοι μητροπολίτες επιλέγουν συνήθως να κρατούν αποστάσεις και να μην εκθέτουν δημοσίως τις απόψεις τους, αν και για τους γνωρίζοντες συμπίπτουν με αυτές των ακραίων. Συνήθως ακολουθούν τις επιλογές της στενής ηγεσίας της Αρχιεπισκοπής, θέλοντας και μη. Είναι οι μισοί μητροπολίτες.
Οι «ακραίοι»

Οπως είπαμε και παραπάνω, οι συσχετισμοί αυτοί δεν είναι παγιωμένοι, αλλά είναι σαφές ότι τον τόνο δίνουν (ή έχουν τη δυνατότητα να δώσουν λόγω του κρίσιμου μεγέθους τους) οι «ακραίοι». Σε αυτή την ομάδα ανήκουν οι: Αιτωλίας και Ακαρνανίας Κοσμάς, Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης Παύλος, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας, Ηλείας και Ωλένης Γερμανός, Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ, Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος, Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος Γεώργιος, Κυθήρων Σεραφείμ, Λαρίσης και Τυρνάβου Ιγνάτιος, Μαντινείας και Κυνουρίας Αλέξανδρος, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος, Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευστάθιος, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς Ιουστίνος, Νικαίας Αλέξιος, Πατρών Χρυσόστομος, Πειραιώς Σεραφείμ, Σερβίων και Κοζάνης Παύλος, Σερρών και Νιγρίτης Θεολόγος, Τριφυλίας και Ολυμπίας Χρυσόστομος, Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Προκόπιος, Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας Θεόκλητος, Χίου, Ψαρών και Οινουσσών Μάρκος.

Η δυναμική τους, όμως, αυξάνεται αν συνυπολογίσει κανείς ότι και άλλοι ιεράρχες βρίσκονται κοντά στις απόψεις των «ακραίων», όπως ο Φθιώτιδας Νικόλαος που επέλεξε να υψώσει τους τόνους εναντίον του Ιερώνυμου.

Από την άλλη, υπάρχουν περιπτώσεις όπως ο Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευστάθιος, που, αν και συντηρητικοί, θα μπουν δύσκολα στην «πρώτη γραμμή» μιας ενδοεκκλησιαστικής αντιπαράθεσης.

Υπάρχουν φυσικά και οι συντηρητικοί ιεράρχες, όπως ο Κορίνθου Διονύσιος και ο Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Ανδρέας, που έχουν εκφράσει ακραία την άποψή τους για το σύμφωνο συμβίωσης.

Δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι ο κάθε αρχιεπίσκοπος έχει συνήθως και τη δική του ομάδα εντός της Ιεραρχίας. Οπως λοιπόν υπήρχε (και υπάρχει ακόμα) η ισχυρή ομάδα των «Χριστοδουλικών», που οι πρωταγωνιστές τους μοιράζονται σήμερα ανάμεσα στους ακραίους και τους «ήσυχους», στο «περιβάλλον Ιερώνυμου» εντάσσονται κυρίως ιεράρχες που χειροτονήθηκαν τα τελευταία χρόνια είτε συνδέονται πνευματικά με τον σημερινό αρχιεπίσκοπο. Ενδεικτικά τέτοιοι ιεράρχες είναι οι Θηβών και Λεβαδείας Γεώργιος, Παροναξίας Καλλίνικος, Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως Αθηναγόρας, Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού Κύριλλος, Ιωαννίνων Μάξιμος και Αργολίδος Νεκτάριος.

Οι μετακινήσεις

Καλές σχέσεις με τον Ιερώνυμο διατηρούν επίσης ο Χαλκίδος Χρυσόστομος και ο Ιερισσού, Αγίου Ορους και Αρδαμερίου Θεόκλητος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη ομάδα δεν συστήνεται με βάση τις απόψεις επί συγκεκριμένων θεμάτων. Για παράδειγμα, ο Ιερισσού Θεόκλητος χαρακτήρισε πρόσφατα τους πολιτικούς «άχρηστους», ενώ ο Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Γαβριήλ, που θεωρείται «πνευματικό τέκνο» του Ιερώνυμου λαμβάνει, πολύ πιο προοδευτικές θέσεις.

Είναι, λοιπόν, λογικό να ειπωθεί ότι υπάρχουν μετακινήσεις ανάμεσα στους «ιερωνυμικούς», τους «προοδευτικούς» και τους «ήπιους». Εύλογο είναι, βέβαια, το ερώτημα ποιοι μητροπολίτες εντάσσονται στους «προοδευτικούς».

Πρέπει να επισημάνουμε ότι η Εκκλησία έχει τους δικούς της απαράγραπτους κανόνες, που τελικά οδηγούν σε αντιφάσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μητροπολίτες οι οποίοι σε ιδιωτικές συζητήσεις εμφανίζονται ιδιαίτερα μειλίχιοι ή και ρηξικέλευθοι για μια σειρά θέματα, ωστόσο οι ποιμαντικοί άξονες τους αναγκάζουν είτε να σιωπούν είτε να εμφανίζουν αντιφατικές θέσεις.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σισανίου και Σιατίστης Παύλου, που στο παρελθόν είχε χαρακτηρίσει τη Χρυσή Αυγή «μαύρη νύχτα», είχε υπερασπιστεί τις απολυμένες καθαρίστριες, ωστόσο κατόπιν είχε στείλει επιστολή στον Αλέξη Τσίπρα δηλώνοντας την αντίθεσή του στην αποποινικοποίηση της βλασφημίας.

Πώς διαμορφώνονται οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της Εκκλησίας της Ελλάδος |
Από εκεί και πέρα στους ιεράρχες με προοδευτικές θέσεις εντάσσονται πρόσωπα όπως ο Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Γαβριήλ, ο Σταυρουπόλεως και Νεαπόλεως Βαρνάβας, ή ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος, που παρά τις μεταξύ τους διαφορές (ακόμα και πολιτικές) επιδεικνύουν εκσυγχρονιστική διάθεση.

Η μεγαλύτερη «δεξαμενή» είναι, λοιπόν, αυτή που περιλαμβάνει «ήσυχους» ιεράρχες. Αυτή η στάση τους έχει επιβληθεί βασικά λόγω των συνθηκών στις οποίες καλούνται να δραστηριοποιηθούν. Σε αυτούς μπορούν να ενταχθούν πρόσωπα όπως ο Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος, που αποτελούσε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς «Χριστοδουλικούς», αλλά λόγω ιδιοσυγκρασίας και θέσης (είναι σήμερα εκπρόσωπος Τύπου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών) παραμένει ήπιος και συναινετικός.

Αλλη περίπτωση είναι ο Σύρου, που λόγω του ότι καλείται να λειτουργεί σε ένα νησί με ευμεγέθη πληθυσμό καθολικών, πρέπει εκ των πραγμάτων να τηρεί μειλίχια στάση.

Η μάχη της διαδοχής

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει όταν εξελέγη επικεφαλής της Ελλαδικής Εκκλησίας, είχε δηλώσει ότι δεν σκοπεύει να παραμείνει στη θέση του ισοβίως, αλλά, αντιθέτως, ότι θα παραιτηθεί.

«Δεν θα ήθελα να είμαι ένας αρχιεπίσκοπος που τον τραβάνε από τα χέρια και τον ανεβάζουν με το ζόρι να καθίσει στον θρόνο του» είχε πει στους «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη.

Αυτή η δήλωση αναπτέρωσε το ηθικό των διάφορων ομάδων, αλλά και των επίδοξων διαδόχων του. Ωστόσο, η διαδοχή στην Εκκλησία δεν πρέπει να εξετάζεται με κριτήρια που ισχύουν στα κόμματα.

Ορισμένοι λένε ότι οι σχεδιασμοί της διαδοχής γίνεται σε βάθος εικοσαετίας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ιεράρχες, που φέρονται να δείχνουν ενδιαφέρον για την κατάληψη της Αρχιεπισκοπής, ενώ αρκετοί εξ αυτών λέγεται ότι έχουν αναπτύξει εδώ και χρόνια σχέσεις με κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες. Αυτοί είναι:

■ Ενδιαφέρον για την Αρχιεπισκοπή φέρεται να δείχνει ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Εχει επιλέξει αφενός να κρατά θεσμική ή και προοδευτική στάση στα ανοικτά ζητήματα με την κυβέρνηση και το κράτος, παράλληλα όμως διατηρεί επαφές με τον Αντώνη Σαμαρά, στον οποίο απένειμε τον Σταυρό της Μητρόπολής του.

■ Ο Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος φέρεται να είναι επίσης ένας εκ των διεκδικητών. Παρά την ήπια στάση του, φέρει ισχυρό το φορτίο τού ότι ανήκε στην ομάδα της «Χρυσοπηγής», γεγονός που του αφαιρεί «πόντους», παρότι η αίγλη των οργανώσεων αυτών έχει παρέλθει πια.

■ Ο Σύρου, Τήνου, Ανδρου, Κέας και Μήλου Δωρόθεος θεωρείται διεκδικητής, με ορισμένους να θεωρούν ενισχυτικές της θέσης του τις καλές σχέσεις που φέρεται να έχει με την οικογένεια Μητσοτάκη, αλλά και τον Προκόπη Παυλόπουλο

■ Οι «ακραίοι» της Ιεραρχίας προτιμούν, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, τον Μητροπολίτη Πατρών Χρυσόστομο, με τα σχετικά δημοσιεύματα να τον εμφανίζουν ως «ιδανικό διάδοχο», που «απολαμβάνει της εμπιστοσύνης όλων των ιεραρχών». Στην πρωτεύουσα της Αχαΐας μεταφέρθηκε προ ημερών η Αγία Ζώνη που φυλάσσεται στη Μονή Βατοπεδίου, παρουσία του Εφραίμ.

■ Ο Μεσογαίας Νικόλαος θεωρείται από ορισμένους «ακραίους» ως «ιδανική επιλογή», ωστόσο ο ίδιος δεν έχει δείξει το ανάλογο ενδιαφέρον. Επισκέφθηκε πρόσφατα την Ουκρανία, ενώ έχει σχέσεις και με την Εκκλησία στην Κριμαία.

■ Αλλες πληροφορίες φέρουν τον Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεο να ενδιαφέρεται για τη θέση με τη στήριξη των «ακραίων», καθώς εσχάτως έχει μετακινηθεί ιδιαίτερα σε σκληρές συντηρητικές θέσεις.

■ Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θα επιθυμούσε να δει τον Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Γαβριήλ να ηγείται της Ελλαδικής Εκκλησίας. Ο Γαβριήλ, με σημαντικές σπουδές και με καινοτόμα προοδευτική δράση, έχει ένα βασικό αρνητικό: είναι μόλις 39 ετών, με αποτέλεσμα να θέτει υποψηφιότητα για «μεθεπόμενος» αρχιεπίσκοπος.

Το 2016 των κρίσεων

Το 2016 είναι «η χρονιά των καθοριστικών κρίσεων» για το εσωτερικό της Ιεραρχίας στην Ελλάδα. Οι κρίσεις αυτές επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το σε ποια μεριά θα γείρει η «πλάστιγγα».

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι κρίσεις αυτές αφορούν ουσιαστικά τις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τα σενάρια να μιλούν μέχρι και για διεξαγωγή ενός σκληρού γεωπολιτικού «παιχνιδιού» ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία, ενώ οι «ακραίοι» ιεράρχες με τη δραστηριοποίησή τους επέβαλαν τη «σκληρή» άποψή τους στο εσωτερικό της ιεραρχίας, αλλά και στον Ιερώνυμο.

● Η πρώτη κρίση ξέσπασε μεταξύ αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και Πατριάρχη Βαρθολομαίου και αφορούσε το ενδεχόμενο αναβάθμισης Γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα σε Εξαρχία.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ανταλλάχθηκαν σκληρές επιστολές ανάμεσα στους δύο ιεράρχες, με τον Ιερώνυμο να καταγγέλλει τον επικεφαλής του Γραφείου του Φαναρίου στην Αθήνα, μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Αμφιλόχιο, ενώ παράλληλα εμφανίστηκαν στοχευμένα δημοσιεύματα ότι ο Αμφιλόχιος είχε αναπτύξει σχέσεις με υπουργούς της κυβέρνησης, ανάμεσά τους ο Νίκος Φίλης. Ανεξάρτητα από τα ακριβή γεγονότα, πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο αναβάθμισης του εν Αθήναις Γραφείου του Πατριαρχείου.

● Η δεύτερη εκδηλώθηκε όταν ανακοινώθηκε ότι θα επισκεφθούν τη Λέσβο ο Πάπας Φραγκίσκος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Δεν λίγοι οι «ακραίοι» ιεράρχες που καλούσαν, ακόμα και από άμβωνος, τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να μη μεταβεί στη Λέσβο και να μην εμφανιστεί από κοινού με «αιρετικούς». Ο Ιερώνυμος -φυσικά- μετέβη στη Λέσβο, όπου τους υποδέχτηκε ο Αλέξης Τσίπρας.

● Η τρίτη κρίση εκφράστηκε πριν από την Πανορθόδοξη Σύνοδο του Ιουνίου. Ως γνωστόν, ύστερα από ένα μακρύ «σίριαλ» απείχαν από τις εργασίες της το Πατριαρχείο Μόσχας, το Πατριαρχείο Αντιοχείας, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Βουλγαρίας και η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Γεωργίας.

Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι μερίδα των ακραίων της Εκκλησίας της Ελλάδας, με συχνές τοποθετήσεις τους, καλούσαν τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να μη συμμετάσχει στη σύνοδο, με χαρακτηριστικότερη την παραίτηση του Πειραιώς Σεραφείμ από την εκπροσώπηση της ελλαδικής Εκκλησίας.

«Δεν θα συμμετάσχω στο “ανόσιο παίγνιο” της λεγομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» είχε πει τότε ο Σεραφείμ, που κάποτε πνευματικά βρισκόταν κοντά στο Πατριαρχείο.

Υπενθυμίζεται ότι η μη συμμετοχή του Πατριαρχείου Μόσχας ερμηνεύτηκε ως «κίνηση κατευθυνόμενη από τον Βλαντίμιρ Πούτιν». Η δε απουσία του Πατριαρχείου Αντιοχείας προκάλεσε εντύπωση, καθώς πλήθαιναν τα ερωτήματα για το ποιος επηρεάζει την αραβόφωνη χριστιανική εκκλησία στη Μέση Ανατολή.

● Η τέταρτη περιστράφηκε γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών. Οσοι γνωρίζουν καλά τα εσωτερικά της Εκκλησίας παρατηρούν ότι οι «ακραίοι» ιεράρχες, που μιλούσαν επιθετικά για το Πατριαρχείο σε όλες τις προηγούμενες κρίσεις, συντάχθηκαν αναφανδόν κατά της αλλαγής του μαθήματος των θρησκευτικών.

Η σύγκρουση κορυφώθηκε, ο Ιερώνυμος συντάχθηκε μαζί τους και το αποτέλεσμα ήταν, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι οι αλλαγές προχωρούν κανονικά, να «καρατομηθεί» ο Νίκος Φίλης από τη θέση του υπουργού Παιδείας.

Η κόντρα των θεολόγων

Στους κόλπους των θεολόγων επανενεργοποιήθηκε εσχάτως η ΠΕΘ (Πανελλήνιος Ενωσις Θεολόγων). Ιδρύθηκε αμέσως μετά τον Εμφύλιο και φέρει ιδιαίτερα συντηρητικό φορτίο. Της ΠΕΘ ηγούνται ο Κωνσταντίνος Σπαλιώρας (πρόεδρος) και ο Κωνσταντίνος Τσαγκάρης (γενικός γραμματέας), ενώ στενοί συνοδοιπόροι της είναι οι πολιτευτές της Ν.Δ. Κωνσταντίνος Χολέβας και Ιωάννης Παναγιωτόπουλος.

Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «Καιρός» έχει σκοπό την «αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης» και ιδρύθηκε στην (προοδευτική) Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2010.

Πρόεδρος του «Καιρού» είναι ο Δημήτρης Μόσχος, ενώ μέλη του είναι ο συμμετέχων στην ειδική επιτροπή για το μάθημα των Θρησκευτικών, Μάριος Μπέγζος, ο μέχρι πρότινος συνομιλητής του Ιερώνυμου και σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Σταύρος Γιαγκάζογλου, ο Αγγελος Βαλλιανάτος και ο Βασίλης Ξυδιάς, καθηγητής θεολόγος και μέλος του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι επιθέσεις της ΠΕΘ στον «Καιρό» είναι σφοδρές. Ζητά τη διάλυση του «Καιρού» λέγοντας ότι οι θεολόγοι οφείλουν να μην υποστήρίζουν «την πολυθρησκειακή – πολυπολιτισμική Θεολογία που εναντιώνεται στην ορθόδοξη διδασκαλία και ευνοεί τον διαθρησκειακό διεθνισμό και την πολυπολιτισμική Θεολογία».

Αυτό που αποδίδεται από μετριοπαθείς θεολόγους στον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο είναι ότι «άφησε ελεύθερους του θεολόγους της ΠΕΘ να συνοδεύουν τους ακραίους ιεράρχες στις συζητήσεις για τα Θρησκευτικά».

Ο αρχιεπίσκοπος, πάντως, στη μνημειώδη εισήγησή του στην Ιερά Σύνοδο του Οκτωβρίου πρότεινε πλέον «νά μή συμμετάσχη κανείς ἀπό τίς μέχρι τώρα δύο συνδικαλιστικές ἑνώσεις ΠΕΘ καί ΚΑΙΡΟΣ».

efsyn.gr

Διαβάστε ακόμα