Γνωμοδότηση περί της θέσης του «αμίσθου κληρικού»

ΠΡΟΣ TΟΝ ΙΕΡΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

Γ  Ν  Ω  Μ  Ο  Δ  Ο  Τ  Η  Σ  Η

Του Κωνσταντίνου Δ. Τριαντάφυλλου, Δικηγόρου παρ’ Εφέταις (ΑΜ ΔΣΧ 197/08), κατόχου του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης «Κράτος και Δημόσια Πολιτική»

 

Μου ετέθη το ερώτημα: Ποια είναι η διοικητική, υπαλληλική και ασφαλιστική θέση του «αμίσθου κληρικού».

———————————–

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 33 του υπ’ αριθμ. 2/1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ”Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημερίων»: Οι εφημέριοι των Ενοριακών Ναών, οι καταλαμβάνοντες οργανικάς εφημεριακάς θέσεις… είναι τακτικοί, διοριζόμενοι υπό του οικείου Αρχιερέως…», μισθοδοτούμενοι μόνον από το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 536/1945, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, υπαγόμενοι κατά τα λοιπά θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης στις ειδικές περί αυτών υφιστάμενες ρυθμίσεις, σύμφωνα με τα κατωτέρω εκτεθέντα.

Ο Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» στο άρθρο 64 παρ. 1 αυτού ορίζει ότι «Οι διοριζόμενοι εφημέριοι δύνανται να προσμετρούν εις την εφημεριακήν των υπηρεσίαν δια πάσαν συνέπειαν και πάσαν προϋπηρεσίαν αυτών διανυθείσαν επί σχέσει δημοσίου δικαίου, παρά τω Δημοσίω, παρά τοις Οργανισμοίς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή παρά τινι Νομικώ Προσώπω Δημοσίου Δικαίου Εκκλησιατικού ή μη, ή την διανυθείσαν υπό την ιδιοτήτα του τακτικού «Ιεροκήρυκος». Η ως είρηται διάταξις κατά βεβαίωσιν της ερωτώσης αρχής, περιελήφθη εις τον Καταστατικόν χάρτην της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν σχετικού αιτήματος του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος, κατά σαφή δε πρόθεσιν του απεσκόπει, ως εικός, εις την ικανοποίησιν σχετικού αιτήματος των υπηρετούντων ήδη εις την Εκκλησίαν εφημερίων, των συγκεντρούντων τας εν τη διατάξει ταύτη αναφερομένας προϋποθέσεις.» (Γνωμοδότηση με αρ. 796/1997 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Τμήμα Β’, Συνεδρίαση της 17ης Οκτωβρίου 1977).

Σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 6 του άρθρου 37 του Ν. 590/1977 “περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος”: «1. Ο εφημέριος μεριμνά διά την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και διά παν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Ενορίας. 2. Αι κεναί οργανικαί εφημεριακαί θέσεις πληρούνται μονίμως μεν δι’ εγγάμων πρεσβυτέρων, προσωρινώς δε και δι’ αγάμων, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα, διά κανονιστικών αποφάσεων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 3. Έγγαμοι εφημέριοι υπηρετούντες πέρα της πενταετίας προσωρινώς εις την αυτήν οργανικήν εφημεριακήν θέσιν καθίστανται αυτοδικαίως τακτικοί. 6. Ο εφημέριος δικαιούται μηνιαίας κατ’ έτος κανονικής αδείας μετ’ αποδοχών, εξαντλουμένης εν πάση περιπτώσει εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, η χορήγησις της οποίας είναι υποχρεωτική. »

Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 590/1977 “περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος”: «1. Τα της μισθοδοσίας των εφημερίων και των διακόνων διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων. 2. Τα των προσόντων, της διαδικασίας εκλογής και εγκαταστάσεως των εφημερίων και διακόνων, τα της μεταθέσεως και αποσπάσεως αυτών, της επιμορφώσεως, των καθηκόντων και των δικαιωμάτων των, ρυθμίζονται δι’ αποφάσεως της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθ’ ο μέρος δεν ρυθμίζονται διά των διατάξεων του παρόντος. Δι’ ομοίων αποφάσεων ρυθμίζονται τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως των ψαλτών και των νεωκόρων.»

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 42 του Ν. 590/1977 “περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος”: «Η Εκκλησία της Ελλάδος χρησιμοποιεί προς επιτέλεσιν του έργου αυτής εις τας πάσης φύσεως διακονίας έμμισθον και άμισθον προσωπικόν. Το προσωπικόν τούτο, πλην των εφημερίων και διακόνων, μισθοδοτείται υπό των οικείων Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος.»

Σύμφωνα με το άρθρο 6 του υπ’ αριθμ. 230/2012 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Εφημερίων και Διακόνων»: «Ο Εφημέριος έχει όλα τα απορρέοντα από το λειτούργημα του και την ενοριακή του θέση δικαιώματα, τα οποία ορίζονται από τους Ιερούς Κανόνες και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν.590/1977) και αναφέρονται ειδικότερα: α. Στην ισοβιότητα του εκκλησιαστικού του λειτουργήματος. β. Στη μονιμότητα της ενοριακής του θέσεως, εκτός από τις ρητώς προβλεπόμενες νόμιμες ή κανονικές εξαιρέσεις. γ. Στη μισθοδοσία, την κοινωνική ασφάλιση και τη συνταξιοδότηση για την άσκηση του λειτουργήματος. δ. Στη χορήγηση των νομίμων μηνιαίων αδειών, συνεκτιμωμένων των ειδικών αναγκών των εορταστικών κύκλων και των εφημεριακών κενών. Επίσης, των αναρρωτικών αδειών και των αδειών λόγω σπουδών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 37 παρ. 9 του Ν. 590/1977. ε. Στη δωσιδικία συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνες και τη σχετική νομοθεσία. 2. Τα δικαιώματα των Εφημερίων, των Ιεροκηρύκων, των Διακόνων και των λαϊκών εκκλησιαστικών υπαλλήλων ως προς τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξη, τη μισθοδοσία, την ασφάλιση, την αξιολόγηση, τις προαγωγές και τις αποδοχές καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας της Πολιτείας, εφόσον δεν ρυθμίζονται ειδικότερα από τις διατάξεις του παρόντος.»

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του υπ’ αριθμ. 230/2012 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Εφημερίων και Διακόνων»: «1. Οι τακτικοί Εφημέριοι διορίζονται με απόφαση του οικείου Μητροπολίτου κατά την διαδικασία που περιγράφεται κατωτέρω. Εξαιρούνται από τη διαδικασία αυτή οι εφημεριακές θέσεις στους Μητροπολιτικούς Ιερούς Ναούς, στις οποίες διορίζονται οι Εφημέριοι από τους οικείους Μητροπολίτες χωρίς προηγουμένη προκήρυξη. 2. Εντός μηνός από της χηρείας εφημεριακής θέσεως, ο οικείος Μητροπολίτης με προκήρυξη του, η οποία αναγινώσκεται στον ενοριακό Ιερό Ναό, όπου υφίσταται η θέση αυτή, και δημοσιεύεται στο περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 2015 ή και στον τοπικό τύπο με δαπάνη του Ναού, καλεί τους βουλόμενους και έχοντες τα απαιτούμενα κανονικά και νόμιμα προσόντα, να υποβάλουν τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση της προκηρύξεως στο περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ, προκειμένου να καταλάβουν την κενή οργανική θέση Εφημερίου. 3. Εάν παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία, εξακολουθεί να ισχύει η δημοσιευθείσα προκήρυξη για δυο ακόμη μήνες. 4. Στην κενή οργανική θέση και μέχρι την πλήρωση της, κατά τον παρόντα Κανονισμό, με τακτικό Εφημέριο, ο οικείος Μητροπολίτης τοποθετεί προσωρινό Εφημέριο.»

Επίσης, οι κληρικοί ασφαλίζονταν κατά το παρελθόν στο Τ.Α.Κ.Ε.. Ωστόσο με το άρθρο 21 του Ν. 2084/1992 καταργήθηκαν οι κλάδοι συντάξεως και ασθενείας του Τ.Α.Κ.Ε. και από 1.1.1993 υπήχθησαν οι ασφαλισμένοι του στο Δημόσιο. Το ΤΑΚΕ μετονομάστηκε σε Ταμείο Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (ΤΠΟΕΚΕ) με σκοπό τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους του. Με την πρόσφατη αναδιάρθρωση των ασφαλιστικών ταμείων καταργήθηκε και το ΤΠΟΕΚΕ και αντ’ αυτού συστάθηκε Τομέας Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος στο Ταμείο Πρόνοια Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ). Με το άρθρο 27 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 και το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α του Ν. 3865/2010 οι προσλαμβανόμενοι από 1.1.2011 ιερείς και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνεται η συνταγματική αρχή της ισότητας των Ελλήνων τόσο κατά την εφαρμογή του νομού (ισότητα ενώπιον του νομού) όσο και κατά την νομοθετική ρύθμιση (ισότητα του νομού). Με την τελευταία αυτή μορφή, η συνταγματική αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται σε ουσιωδώς ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ιδιαίτερα τον κοινό νομοθέτη, να μην εισάγει εξαιρέσεις ή να μην κάνει διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλεται από λόγους γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος. Στα πλαίσια αυτής της δεσμεύσεως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί μεν να ρυθμίζει με ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες που υφίστανται και συνδέονται με αυτές τις καταστάσεις ή σχέσεις και στηριζόμενος σε γενικά ή αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε εσωτερική συνάφεια με το αντικείμενο της ρυθμίσεως, αλλά στις επιλογές αυτές πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας. Τα όρια αυτά αποκλείουν την άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή δυσμενούς διακρίσεως είτε με τη μορφή αφαιρέσεως δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή ισχύοντα γενικότερο κανόνα. Τόσο η παραβίαση της αρχής της ισότητας, όσο και οι λόγοι γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος ελέγχονται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των πολιτών με ίσους όρους, ο έλεγχος δε αυτός είναι έλεγχος των ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων (ΣτΕ 1423, 188, 2650, 4572, 4573/86, εις Ευρετήριο καθ’ ύλην αποφάσεων του ΣτΕ έτους 1986, σελ. 864, ΣτΕ 1087/1989, 1504/1989. εις Ευρετ. Αποφ. ΣτΕ 1989, σελ. 1096-97. ΑΠ 43/87, 1411/84, 5/82. 1277/77 κ.α.). Ειδικότερη δε μορφή της αρχής της ισότητας αποτελεί η μισθολογική ισότητα, η οποία ερείδεται στην διάταξη της παρ. 1, εδαφ. β, του άρθρου 22 του Συντάγματος, που ορίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Η μισθολογική ισότητα έχει αναλογικό χαρακτήρα και στην περίπτωση των αμειβομένων από το Δημόσιο δημιουργεί αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα ίσης μισθολογικής μεταχειρίσεως και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη είτε να μην εισάγει, ως προς τα επί μέρους κεφάλαια του μισθού, δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των δημοσίων λειτουργών ή των δημοσίων υπαλλήλων ή μεταξύ των τελευταίων, οι οποίες δεν δικαιολογούνται συγκριτικά από δυσμενή αξιολόγηση και δεν επιβάλλονται από τις ιδιαίτερες συνθήκες εκπληρώσεως του δημοσίου λειτουργήματος ή της αξίας της προσφερόμενης εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων ή από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 43/87, 1411/84, 5/82, 206/81, 1471/77 κ.α.). Διατάξεις νόμου, με τις οποίες παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας δεν εφαρμόζονται από τα δικαστήρια, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975.

Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος οι κληρικοί, ακόμη και όταν κατέχουν οργανικές θέσεις, όπως π.χ. θέσεις εφημερίων σε ιερούς ναούς, δεν είναι διοικητικοί υπάλληλοι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών και, επομένως, δεν απολαύουν των εγγυήσεων μονιμότητας που καθιερώνονται για τους διοικητικούς υπαλλήλους με τις διατάξεις αυτές (βλ. ΣΕ 825/1988 ολομ., 2850/1988). Το ίδιο ισχύει και για τους κληρικούς οι οποίοι καταλαμβάνουν θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συνδρομή της ιδιότητας του κληρικού, όπως ιδίως οι θέσεις ιεροκηρύκων (αγάμων κληρικών) της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των Ιερών Μητροπόλεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 590/1977, του άρθρου 25 του ν. 817/1978 και του άρθρου 150 του Κανονισμού 5/1978 της Ι.Σ. Και τούτο, διότι η ιδιότητα του κληρικού είναι ασυμβίβαστη με την κατά την κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος μονιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων και τις κατά το άρθρο αυτό σχετικές ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις, δεδομένου ότι η κατοχή και διατήρηση της ιδιότητας του κληρικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση του θρησκευτικού λειτουργήματός του και την απορρέουσα από αυτό υποχρέωση του να συμμορφώνεται προς τα καθήκοντα και τις επαγγελίες της ομολογίας του  (πρβλ. ΣΕ 4078/1979 ολομ.). Η τυχόν παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται την κατάγνωση κανονικών κυρώσεων (βλ. άρθρα 1 και 44 του ν. 590/1977, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 5383/1932 περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων, όπως ισχύει), οι οποίες μπορεί να φθάνουν μέχρι και την καθαίρεση του κληρικού από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, τούτο δε υπό ειδικούς ουσιαστικούς και διαδικαστικούς όρους, οι οποίοι ανάγονται στην εφαρμογή του άρθρου 3 του Συντάγματος (αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τους εν ενεργεία Μητροπολίτες, υποχρέωση αυτής «να τηρεί απαρασάλευτα {…} τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις») και είναι, ως εκ του περιεχομένου τους, ασύμβατοι προς τους αντίστοιχους όρους του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος για τους μόνιμους διοικητικούς υπαλλήλους, καθώς η ιδιότητα του κληρικού ως θρησκευτικού λειτουργού, θεμελιώνεται στο μυστήριο της χειροτονίας.

Επιπροσθέτως στο άρθρο 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 υπό τον τίτλο “Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ και άλλες διατάξεις” (Α, 19) ορίζεται ότι : “1. Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται οι πολιτικοί διοικητικοί υπάλληλοι του Κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 2. Υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές γι’ αυτούς διατάξεις, καθώς και οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, υπάγονται σε εκείνες τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα στις οποίες παραπέμπουν οι ειδικοί νόμοι που τους διέπουν”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ο νομοθέτης δεν θέλησε κατ’ αρχήν την υπαγωγή στον Κώδικα Καταστάσεως Δημοσίων Υπαλλήλων και των εφημερίων της Εκκλησίας της Ελλάδος ούτε απέβλεψε ειδικότερα στην τροποποίηση της ειδικής εκκλησιαστικής νομοθεσίας περί ορίου ηλικίας και εξόδου των εφημερίων εκ της ενεργού υπηρεσίας, των διατάξεων περί διοικητικών υπαλλήλων μη δυναμένων, ελλείψει ρητής περί τούτου μνείας στο νόμο, να καταλάβουν κατ’ αρχήν και αυτούς (πρβλ. ΣΕ 3185/1996).

Επισημαίνεται δε ότι οι εφημέριοι δεν είναι «υπάλληλοι» των οικείων Ιερών Ναών, ή της οικείας Μητρόπολης ή της Εκκλησίας της Ελλάδος (βλ. ΣτΕ 2776/1985) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 42 παρ. 2 του ως άνω ν. 590/1977, Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε να εφαρμόζονται αναλογικά σε αυτούς οι διατάξεις του Κώδικα περί δημοσίων υπαλλήλων, όπως προβλέπεται από τη διάταξη αυτή για το υπαλληλικό προσωπικό των πιο πάνω νομικών προσώπων.  (ΣτΕ 1753/2008)

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 1 του αναγκαστικού νόμου 469/1968 (ΦΕΚ Α΄ 162/1968) ορίσθηκε η τυπική μισθολογική εξομοίωση των κληρικών με τους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ η εισφορά που προβλεπόταν από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 536/1945 (ΦΕΚ 226 Α), καταργήθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 3220/2004.

———-

Κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα:

Ο εφημέριος έχει όλα τα απορρέοντα από το λειτούργημα του και την ενοριακή του θέση δικαιώματα, τα οποία ορίζονται από τους Ιερούς Κανόνες και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν.590/1977) και μεταξύ άλλων, στη μισθοδοσία, την κοινωνική ασφάλιση και τη συνταξιοδότηση για την άσκηση του λειτουργήματος. δ. Στη χορήγηση των νομίμων μηνιαίων αδειών (άρθρο 6 του υπ’ αριθμ. 230/2012 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Εφημερίων και Διακόνων»).

Η καινοφανής ιδιότητα του άμισθου κληρικού, που παραπέμπτει στον άμισθο υποθηκοφύλακα ή δικαστικό επιμελητή, στερεί από τον θρησκευτικό λειτουργό τα ουσιώδη κατά τα ανωτέρω αυτά δικαιώματα, αναδεικνύοντας μία διάσταση μεταξύ της πρακτικής αυτής, που κυρίως έχει προκληθεί από την ανάγκη χειροτονίας κληρικών και τον ουσιώδη περιορισμό των «προσλήψεων» στην Δημόσια Διοίκηση κατά τα τελευταία έτη και της θεσμικής θωράκισης της ιδιότητας του κληρικού που προβλέπουν οι ως άνω διατάξεις. Ωστόσο τα δικαιώματα αυτά δεν είναι αποσυνδεδεμένα από το λειτούργημα και δεν αποτελούν προαιρετικές παροχές, καθώς όπως αναφέρθηκε εκτενώς ανωτέρω, η μισθοδοσία του κλήρου, που διήλθε διαφόρων σταδίων κατά τα τελευταία εβδομήντα χρόνια είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την θρησκευτική λειτουργία του εφημερίου.

Κατά τα ανωτέρω τίθεται ζήτημα και ως προς την, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, ειδικότερη μορφή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, που αποτελεί η μισθολογική ισότητα, η οποία ερείδεται στην διάταξη της παρ. 1, εδαφ. β, του άρθρου 22 του Συντάγματος, που ορίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Η μισθολογική ισότητα έχει αναλογικό χαρακτήρα και στην περίπτωση των αμειβομένων από το Δημόσιο δημιουργεί αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα ίσης μισθολογικής μεταχειρίσεως και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη είτε να μην εισάγει, ως προς τα επί μέρους κεφάλαια του μισθού, δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των δημοσίων λειτουργών ή των δημοσίων υπαλλήλων ή μεταξύ των τελευταίων, οι οποίες δεν δικαιολογούνται συγκριτικά από δυσμενή αξιολόγηση και δεν επιβάλλονται από τις ιδιαίτερες συνθήκες εκπληρώσεως του δημοσίου λειτουργήματος ή της αξίας της προσφερόμενης εργασίας.

Περαιτέρω είναι προφανές ότι ο «άμισθος κληρικός» δεν ασφαλίζεται, καθώς δεν αμείβεται και ως εκ τούτου δεν θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα και δεν καλύπτεται ιατροφαρμακευτικά (κλάδος ασθενείας) ούτε ο ίδιος ούτε τα τυχόν προστατευόμενα μέλη της οικογένειας του. Έχει δε γνωμοδοτηθεί (ΝΣΚ 190/1980) ότι οι διοριζόμενοι εφημέριοι μπορούν, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 64 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν.590/1977), να προσμετρήσουν στην εφημεριακή τους υπηρεσία κάθε προϋπηρεσία τους διανυθείσα στο Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου. Βασική προϋπόθεση της προϋπηρεσίας αυτής είναι η ύπαρξη εξηρτημένης εμμίσθου υπαλληλικής σχέσεως, που ωστόσο δεν υφίσταται στην περίπτωση των «άμισθων κληρικών». Συνακόλουθα, κατά την διάταξη αυτή, όπως ισχύει, στην περίπτωση της τυπικής πρόσληψης ενός «άμισθου κληρικού» να μην είναι δυνατή η προσμέτρηση της προϋπηρεσίας του με την ιδιότητά του αυτή, εφόσον δεν λαμβάνει μισθό και δεν καταβάλλονται οι ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές.

Τέλος, προβληματική είναι και η διοικητική λειτουργικότητα του «άμισθου κληρικού», καθώς ο ίδιος δεν συνδέεται με εξαρτημένη υπαλληλική σχέση με το Ελληνικό Δημόσιο, παρά μόνο διαθέτει την θρησκευτική του ιδιότητα ως κληρικού. Τίθεται, συνεπώς, εδώ το ζήτημα, πώς συνδέεται ο «άμισθος κληρικός» με την Ελληνική Δημόσια Διοίκηση, και πως θα ασκήσει τα απορρέοντα από τη θέση του εφημερίου διοικητικά καθήκοντα, τα οποία συνέχονται λειτουργικά, με την ιδιότητα του ως εγγεγραμμένου στο Μητρώο Ανθρωπίνου Δυναμικού του Ελληνικού Δημοσίου, μισθοδοτούμενου από το Ελληνικό Δημόσιο, και άπτονται ζητημάτων που εισέρχονται και στη σφαίρα της Δημοσίας Διοικήσεως.

———–

Συνεπώς, η θέση του «άμισθου κληρικού», που δεν περιγράφεται, δεν καθορίζεται και δεν θεσμοθετείται στις ανωτέρω νομικές διατάξεις, πάσχει τόσο σε υπαλληλικό και ασφαλιστικό επίπεδο όσο όμως και σε διοικητικό επίπεδο.

Χίος, 26 Ιανουαρίου 2017

Ο γνωμοδοτών Δικηγόρος

Κωνσταντίνος Δ. Τριαντάφυλλος

Διαβάστε ακόμα