«Ο νεκρός γυμνός Λόγος αφηγείται….» του θεολόγου Παντελή Λεβάκου

Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Μ.Δ.Ε. Θεολογικής σχολής ΕΚΠΑ

«Πά­τερ ἐ­λύ­λη­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν υἱ­όν, ἴ­να καὶ ὁ υἱ­ός σου δο­ξά­σει σὲ…. ἐ­γὼ σὲ ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πὶ τῆς γῆς, τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λεί­ω­σα ὃ δέ­δω­κας μοὶ ἴ­να ποι­ή­σω·… νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι». Με αυτά τα λόγια ο «ἀ­να­βαλ­λό­με­νος φῶς ὡς ἱ­μά­τι­ον» προσέρχεται στην εκούσια σφαγή Του. Προσέρχεται στον Καϊάφα ο Θεός, παραδίδεται στον Πιλάτο ο Κριτής, βασανίζεται ο ανεξίκακος, προσηλώνεται στον Σταυρό ο Κτίστης των απάντων ώστε να αναφωνήσει θριαμβευτικά το «Τετέλεσται». Υμνολογώντας κατά την αγία και Μεγάλη Παρασκευή τα άγια, σωτήρια και φρικτά Πάθη του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού διαπιστώνουμε ότι ο υμνογραφικός πλούτος της ημέρας προβάλλει πολλαπλές ιδιαιτερότητες. Μία εξ’ αυτών είναι ότι στην αφήγηση και στην ανάμνηση των γεγονότων, εκτός από τους Ευαγγελιστές και εμάς τους φθαρτούς υμνητές των παραπάνω, συμμετέχει και ο ίδιος ο πάσχων Δεσπότης, κατά το πρότυπο του πάσχοντα δούλου του Ησαΐα, ο «πρός σφαγήν ἐλκόμενος ἂρνας». Ο μελοποιός του αντιφώνου αποφασίζει να τονίσει την σειρά των τροπαρίων σε ήχο Δεύτερο. Η απόφαση του αυτή δεν είναι τυχαία καθώς ο «ἐμ­πτυ­σμοὺς καὶ μά­στι­γας καὶ κο­λα­φι­σμοὺς καὶ σταυ­ρὸν καὶ θά­να­τον ὑ­πο­μεί­νας Χρι­στὸς» πρέπει να απευθυνθεί σε εμάς μέσα από έναν ήχο που «ὀ­στᾶ πι­αί­νει, καρ­δί­ας τ’ ἐ­νη­δύ­νει».

Ως απότοκο της θέλησης του υμνωδού, ο Κύριος της Δόξης στο τρίτο κατά σειρά αντίφωνο προλέγει στους μαθητές Του, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, την προδοσία από τον Ιούδα ο οποίος, παρά τα όσα έχει δει να συμβαίνουν έμπροσθεν του, «οὐκ ἠ­βου­λή­θη συ­νι­έ­ναι». Ο ιερός Χρυσόστομος αναφωνεί: «Και εσύ, που είσαι ο προδότης, μετέχεις της αιώνιας ζωής· και εάν αποφασίσεις να παραμείνεις σε αυτήν (στην αιώνια ζωή), η άνομη συμφωνία σου με τους Ιουδαίους θα σου συγχωρηθεί· εάν πάλι δεν διακόψεις την ορμή σου (για να πετύχεις τον σκοπό σου), προσπάθησε να κατανοήσεις ποιόν φιλάνθρωπο Δεσπότη πηγαίνεις να πωλήσεις». Αμέσως μετά είναι σαφής η αναφορά στο πρόσωπο του «μαθητού της αγάπης» που με την άδολη του πρόθεση επιθυμεί να μάθει ποιος είναι ο άνθρωπος «δι’ οὗ πα­ρα­δί­δο­ται» ο Φιλάνθρωπος. Ο προγνώστης Θεός προτρέπει στο πέμπτο τροπάριο του αντιφώνου να τηρούν οι μαθητές Του την εντολή της αγάπης καθώς και Τους εφιστά την προσοχή ώστε να ευρίσκονται διαρκώς σε πνευματική εγρήγορση ώστε να μην εισέλθει ο πειρασμός μέσα τους όπως στον επίβουλο Ιούδα. Αφού ολοκληρώσει ο Καρδιογνώστης τις προτροπές Του τόσο στους μαθητές Του όσο και στον αδιόρθωτο Ιούδα γνωρίζοντας «τὴν σκη­ψιν τῆς προ­δο­σί­ας», εξέρχεται « πέ­ραν τοῦ χει­μάρ­ρου τῶν Κέ­δρων ὅ­που ἣν κῆ­πος».

Στον κήπο λοιπόν της Γεθσημανής καταφθάνει ο φιλάνθρωπος ώστε να προσευχηθεί για την εκπλήρωση της σωτηρίας μας. Καταφθάνει γνωρίζοντας ότι ως τέλειος άνθρωπος έχει φόβο στην ψυχή Του για τα επερχόμενα, έχει όμως παράλληλα την ακλόνητη πίστη στον Πατέρα Του και δεν ζητά να τον σώσει από την ώρα αυτή καθώς για την ώρα αυτή ήλθε στον κόσμο. Καταφθάνει στον κήπο αυτό γνωρίζοντας ότι θα μείνει (κατά τα ανθρώπινα) μοναχός Του απέναντι στους «κριτές» του. Καταφθάνει στον κήπο αυτό όχι ως «βασιλεύς τιμώμενος» αλλά ως ένας απλός άνθρωπος με σκοπό μέσα από την απλότητα Του να νικήσει την αμαρτία. Καταφθάνει στον κήπο αυτό θέλοντας να μας διδάξει ότι κατά τη διάρκεια των πειρασμών να ζητούμε βοήθεια μόνο από το Θεό και να προτιμάμε το Θείο θέλημα και όχι το δικό μας. Καταφθάνει στον κήπο αυτό προσμένοντας από τον Πέτρο και τους υιούς Ζεβεδαίου να αγρυπνήσουν μαζί Του. Οι φίλοι του όμως κατάκοποι, στεναχωρημένοι και εξαντλημένοι λυγίζουν από την αναμονή και την κούραση της σάρκας. Ο γαλήνιος και ειρηνικός χαρακτήρας του Βαρέως ήχου αποτυπώνει στο έπακρο την απλή ερώτηση του Κυρίου στους μαθητές του, όπως αυτή διατυπώνεται στο έκτο αντίφωνο «κἂν μίαν ὥραν οὐκ ἰσχύσατε, ἀγρυπνῆσαι μετ΄ ἐμοῦ;». Μέσα από την απλότητα του ιδίου ήχου ο «μακροθυμών επί τοῖς ἰδίοις ἠμῶν πλημμελήμασιν» παρακαλεί τους μαθητές του «ἐ­γεί­ρε­σθε, προ­σεύ­ξα­σθε, μὴ τὶς με ἀρ­νή­ση­ται βλέ­πων με ἐν τῷ σταυ­ρῷ».

Στο έβδομο αντίφωνο της ακολουθίας ο Σωτήρας μας, δια της χειρός του υμνογράφου και διά του στόματος των ψαλλόντων, στον αφηγηματικό Πλάγιο του Τετάρτου ήχο, περιγράφει την σύλληψή του. Βοά προς τους παράνομους που οδεύουν να Τον συλλάβουν ότι (εσείς) θα πατάξετε τον ποιμένα και οι μαθητές Μου θα διασκορπιστούν όπως τα τρομαγμένα πρόβατα. Βοά προς τους παράνομους αλλά και προς τον επικίνδυνα παρορμητικό Πέτρο λέγοντας ότι θα μπορούσε όχι δώδεκα μαθητές αλλά δώδεκα λεγεώνες αγγέλων να προτάξει απέναντί τους. Βοά και υπενθυμίζει στην «ὀ­λέ­θρι­ον σπεί­ραν θε­ο­στυ­γῶν» ότι μακροθυμεί απέναντί τους ώστε να εκπληρωθούν οι προφητείες περί Αυτού και μαζί με αυτές και η υπόσχεση Του στους Προπάτορες Αδάμ και Εύα για την σωτηρία του γένους των ανθρώπων. Βοά και ανέχεται την έλευση του Ιούδα με τον πολύ όχλο που κρατούσε μαχαίρια και ξύλα. Ανέχεται το κατάπτυστο προδοτικό φίλημα, ανέχεται το τόλμημα της προδοσίας. Ανέχεται την επιβολή των χειρών των στρατιωτών Εκείνος που με την επιβολής της χειρός Του ορίζει ολόκληρη την Κτίση.

Έχοντας συλληφθεί, προπηλακιστεί, εμπαιχθεί και διέλθει από μια δίκη-παρωδία, έχοντας διέλθει από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, έχοντας δεχθεί το φρικτό φραγγέλιο και τα επαίσχυντα ραπίσματα, έρχεται η στιγμή της πορείας Του στον Σταυρό. Κατά την κοπιώδη πορεία στην οδό του Μαρτυρίου ακούγεται η φωνή της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως μητέρας που βλέπει να εκτυλίσσεται μπροστά της η θανατική ποινή του Υιού της, στον «Οίκο» του Συναξαρίου της ακολουθίας. Ακολουθώντας μαζί με τον «μα­θη­τὴ ὃν ἠ­γά­πα ὁ Ἰ­η­σοῦς» και παρακολουθώντας τον Υιό της «πρὸς σφα­γὴν ἑλ­κό­με­νον» αναφωνεί: «Πού πηγαίνεις παιδί μου; για ποιόν πορεύεσαι γρήγορα στον δρόμο αυτό; Μήπως πηγαίνεις σε ένα γάμο όπως και στην Κανά της Γαλιλαίας; Μήπως προχωράς με βήμα ταχύ σε έναν γάμο στον οποίο (εκ δευτέρου) θα μετατρέψεις το νερό σε κρασί; Να έρθω και εγώ μαζί σου ή μάλλον να σε περιμένω; Απάντησε μου Λόγε του Θεού, μην περάσεις από κοντά μου σιωπηλός· διότι εσύ είσαι ο Υιός και Θεός μου».

Αφού η θανατική ποινή βρίσκεται στο αποκορύφωμα της εκτέλεσης της, στο δωδέκατο αντίφωνο, πάλι σε ήχο Πλάγιο του Τετάρτου, ο Εσταυρωμένος πλέον Χριστός, απευθύνει στον Ισραήλ μια σειρά ερωτημάτων. Ρωτάει τον λαό Του αν Τον ενόχλησε σε κάτι ή αν έκανε σε αυτόν κάτι κακό. Του εξηγεί (του Ισραήλ) ότι χάρισε την υγεία στους λεπρούς και το φως στους τυφλούς, ότι ανόρθωσε και κατέστησε υγιείς ανθρώπους παράλυτους που βρίσκονταν στα κρεβάτια τους. Επιτιμά τον Ισραήλ λέγοντας ότι αντί για το μάννα με το οποίο Τους έθρεψε στην έρημο εκείνοι Του προσέφεραν χολή, αντί για νερό Του προσέφεραν όξος, αντί να Τον αγαπήσουν – Τον οδήγησαν στο Σταυρό. Για τους λόγους αυτούς, ανακοινώνει την απόφασή Του να αποσύρει από τον Ισραήλ την ευλογία Του και να την μοιράσει στα υπόλοιπα έθνη ώστε εκείνα να δοξάσουν τον Τριαδικό Θεό. Και αφού επιτελεστεί η δοξολογία της Αγίας Τριάδος (από σύμπασα την ανθρωπότητα), Εκείνος να χαρίσει στα έθνη (μέσα από τη σταυρική θυσία) την αιώνια ζωή.

Έχοντας σταυρωθεί, έχοντας γευτεί το όξος με τη χολή, έχοντας παρακολουθήσει να διαμερίζουν τα ιμάτια του με τη διαδικασία των κλήρων (ζαριών), έχοντας ορίσει τον Θεολόγο Ιωάννη προστάτη της Μητέρας Του, έχοντας ολοκληρώσει το σχέδιο της σωτηρίας μας παραδίδοντας το πνεύμα Του, απευθύνεται για τελευταία (επί γης) φορά στους ανθρώπους. Απευθύνεται για τελευταία φορά σε εμάς πριν την θριαμβευτική Του είσοδο στον Άδη. Απευθύνεται σε εμάς στο «Δόξα» και στο «Καί νῦν» των Αίνων της ακολουθίας. Απευθύνεται σε εμάς μέσα από τις μελιχρές και συνάμα γλυκύτατες γραμμές του αρχαίου Λυδίου ήχου, νυν Πλαγίου του Δευτέρου. Απευθύνεται σε εμάς λέγοντας ότι για την «τοῦ κόσμου σωτηρίαν» καταδέχθηκε να Του βγάλουν τα ιμάτια Του, να Τον ντύσουν με κόκκινη χλαμύδα, να βάλουν στο κεφάλι Του ακάνθινο στεφάνι, να Του τοποθετήσουν στο δεξί Του χέρι καλάμι ως βασιλικό σκήπτρο, να Του μαστιγώσουν την πλάτη, να γεμίσουν το πρόσωπο Του από εμπτύσματα, να σταθεί στο δικαστικό βήμα του Πιλάτου απαντώντας με παρρησία στον Ρωμαίο διοικητή «οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν δεδομένον σοι ἄνωθεν». Απευθύνεται σε εμάς εξηγώντας τον λόγο που καταδέχθηκε όλα τα παραπάνω και που δεν είναι άλλος παρά η σωτηρία μας.

Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος στην πρώτη επιστολή του στην εκκλησία της Κορίνθου σημειώνει ότι κατά τη στιγμή που μεταλαμβάνουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ομολογούμε «τὸν θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου». Παράλληλα επισημαίνει ότι εάν κάποιος προσέρχεται στη μετάληψη χωρίς να είναι άξιος να δεχθεί τον Θεό, τότε είναι ένοχος απέναντι Του. Τονίζει επίσης ότι αυτός που ανάξια προσέρχεται στο Άγιο Ποτήριο άδικα προσέρχεται, καθώς δεν βρίσκεται σε θέση να κατανοήσει τι ακριβώς συντελείται κατά τη διάρκεια της Μετάληψης. Καταδεικνύει ότι εάν εμείς μπορέσουμε να συνετιστούμε μέσα από τις δοκιμασίες που ο Θεός μας επιτρέπει, τότε δεν θα απολέσουμε τη σωτηρίας μας όπως οι υπόλοιποι που αγνόησαν το Δεσποτικό κάλεσμα. Τιμώντας και υμνολογώντας τα παραπάνω θαυμαστά και εξαίσια και βάζοντας προ των οφθαλμών μας την θυσία του Κυρίου επί του Σταυρού και την κατάβαση Του έως τον Άδη για την αποκατάσταση του Αδάμ στον Παράδεισο, ας ελέγξουμε τον εαυτό μας εάν όντως είμαστε άξιοι να συμπορευθούμε και να συσταυρωθούμε με τον «κτίστη τοῦ κόσμου» μέσα από τη συμμετοχή μας στο Άγιο Ποτήριο. Και αφού Μας παραχωρήσει την μετάνοια του ευγνώμονος ληστού ας αναφωνήσουμε «Δό­ξα τῷ σταυ­ρῶ Σῶ­τερ καὶ τῷ πά­θει σου», Αμήν!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, τ. Α΄ – Ζ΄, Αθήνα, (2)2009.

Η Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (εκδ.), Αθήνα, 2007.

Η Παλαιά Διαθήκη,  Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (εκδ.), Αθήνα, (3)2012.

Migne J. P. (εκδ.), Patrologiae Graecae Cursus Completus, Paris, 1857- 66.

Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος: Ανδρέα Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος, Ερμηνευτικό σχόλιο στην υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδος, Αθήνα, 1998.

Θεοδωροπούλου, Περίοδος Τριωδίου: Αρχιμ. Επιφανίου Ι. Θεοδωροπούλου, Το εκκλησιαστικόν έτος, 1, Περίοδος Τριωδίου, Αθήνα, (9)2012.

Σμέμαν, Μεγάλη Εβδομάδα: π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μικρό Οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδας, Αθήνα, 2006.

Χρυσάνθου, Θεωρητικόν: Χρυσάνθου του εκ Μαδύτων, Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, (κριτική έκδοση Γεώργιος Ν. Κωνσταντίνου), Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 2007.

 

Διαβάστε ακόμα