Η αναξιοποίητη περιουσία της Ελλαδικής Εκκλησίας

Του Ηλία Μπέλλου

«Εργα και όχι λόγια» για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας περιμένουν από την κυβέρνηση κύκλοι της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εργα που έχουν καθυστερήσει περισσότερο από τρία χρόνια, αποστερώντας τόσο από το κοινωφελές έργο της Εκκλησίας όσο και από τα δημόσια ταμεία πολύτιμους πόρους. Με αυτόν τον τρόπο σχολιάζουν κορυφαίες εκκλησιαστικές πηγές τις διαρροές περί «καινοτόμου συμφωνίας» Πολιτείας-Εκκλησίας για το θέμα από τα υπουργεία Παιδείας και Οικονομίας μετά τη συνάντησή τους πριν από λίγες μέρες με τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου, Ιερώνυμο. Η συμφωνία και το νομικό πλαίσιο, αλλά και η εταιρεία που μπορεί να διαχειριστεί το έργο, υπάρχουν ήδη από το 2013, σημειώνουν οι επαΐοντες, προσθέτοντας πως η όλη προσπάθεια «πάγωσε» το 2015.

Αν και η όψιμη κινητικότητα μαρτυρεί πως ενδέχεται να έχουν αρχίσει να ωριμάζουν οι σχετικές σκέψεις, στο εσωτερικό της κυβέρνησης παραμένει απορίας άξιον γιατί αντί για διαρροές δεν ενεργοποιείται η «Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας Α.Ε.» που έχει συσταθεί από τον Απρίλιο του 2014. Η εταιρεία, στην οποία μετέχουν με 50% η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και 50% το Δημόσιο, έχει στόχο να διαχειρίζεται ακίνητα της Αρχιεπισκοπής υψηλής αξίας, τα οποία θα εισφερθούν από την Εκκλησία προς εκμετάλλευση με το μοντέλο της μακροχρόνιας μίσθωσης. Ακίνητα όπως τα 83 στρέμματα στη Βουλιαγμένη ή τα 1.200 στρέμματα της Φασκομηλιάς, που εκτείνονται στην παραθαλάσσια περιοχή από τη λίμνη της Βουλιαγμένης έως τη Βάρκιζα.

Επιπλέον η Αρχιεπισκοπή έχει προχωρήσει ήδη από το 2014 στην καταγραφή της περιουσίας της με σύμβουλο την PwC, ενώ το νομικό συμβουλευτικό έργο επιτέλεσε το Δικηγορικό Γραφείο Μπερνίτσα. «Δεν υφίσταται λοιπόν κανένα θέμα άγνοιας περί των ακινήτων της, όπως αφήνεται να διαρρεύσει τις τελευταίες ημέρες, ούτε αναζήτηση μοντέλου αξιοποίησης εκτός εάν η κυβέρνηση έχει κάτι άλλο να προτείνει εξίσου επωφελές για το Δημόσιο και το εκκλησιαστικό κοινωφελές έργο», αναφέρουν οι επαΐοντες. Υπενθυμίζεται πως τον Απρίλιο του 2015 σε επιστολή που απέστειλε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στον αρχιεπίσκοπο, το ζήτημα της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας παραπέμπονταν στην «επιτροπή για τη μελέτη και επίλυση θεμάτων που απασχολούν την Εκκλησία της Ελλάδος», παρά την ύπαρξη της εταιρείας και του απαραίτητου νομικού πλαισίου.

Πέρασε περισσότερο από ένας χρόνος από τότε για να επέλθει το 2016 μια κατ’ αρχήν εξομάλυνση των σχέσεων των δύο πλευρών και άλλος ένας για να γίνει η συνάντηση της προηγούμενης εβδομάδας του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομίας Αλέξη Χαρίτση και τον Μακαριώτατο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Ομως, οι ρυθμοί αυτοί δεν δικαιολογούν αισιοδοξία για ένα χρονίζον πρόβλημα. Απαιτούνται τάχιστα βήματα, σχολιάζουν πηγές με ενδελεχή γνώση του ζητήματος.

Σύμφωνα με τον νόμο, η εταιρεία θα διαχειρίζεται ακίνητα της Αρχιεπισκοπής, τα οποία θα εισφερθούν από την Εκκλησία προς εκμετάλλευση με το μοντέλο της μακροχρόνιας μίσθωσης. Η εταιρεία συστάθηκε με τον νόμο 4182 που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2013. Το 50% των εσόδων που θα προκύπτουν από τη λειτουργία της ΕΑΕΑΠ θα εισφέρεται στο κράτος (που δεν δεσμεύεται από μνημονιακές ρήτρες να τα καταβάλει για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους), ενώ το άλλο 50% θα κατευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στο κοινωφελές έργο της Εκκλησίας. Υπενθυμίζεται ότι με άλλον νόμο που ψηφίστηκε την άνοιξη του 2013 (4146/2013) επετράπη στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος να αξιοποιήσουν τα ακίνητά τους μέσω της επενδυτικής νομοθεσίας για τα ιδιωτικά ακίνητα. Η δυνατότητα δίδεται μέσω Ειδικών Σχεδίων Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ) που τίθενται σε ισχύ με προεδρικό διάταγμα.

«Ούτε χαμομήλι δεν έχουμε δικαίωμα να καλλιεργήσουμε»

Η προσπάθεια της Εκκλησίας να αξιοποιήσει την περιουσία της και να συνεισφέρει έτσι περισσότερα στο Δημόσιο και στο κοινωνικό σύνολο ξεκίνησε με σχετική πρόταση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, η οποία διατυπώθηκε προς το κράτος επί πρωθυπουργίας Γ. Α. Παπανδρέου από τον Οκτώβριο του 2009. Ομως τελικά δεν προχώρησε παρά μόνον τον Ιούλιο του 2013, οπότε ανακοινώθηκε η σχετική συμφωνία. Η υπάρχουσα συμφωνία του ελληνικού Δημοσίου με την Εκκλησία θεωρείται από την αγορά επιτυχής και λειτουργική διότι άρει εμπόδια που είχαν δημιουργήσει σειρά προεδρικών διαταγμάτων από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έως και το 2002.

Με τον νόμο 4146/2013 επετράπη στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος να αξιοποιήσουν τα ακίνητά τους χάρη στην επενδυτική νομοθεσία για τα ιδιωτικά ακίνητα μέσω Ειδικών Σχεδίων Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ). Για να γίνουν όμως προεδρικά διατάγματα, πρέπει να αποστέλλονται από την κυβέρνηση προς το ΣτΕ και από εκεί στην προεδρία, διαδικασία που σημαίνει πως η κυβέρνηση διατηρεί τον έλεγχο. Αλλωστε αυτή είναι και η πεμπτουσία της συμφωνίας που προικίζει το ελληνικό Δημόσιο με τα μισά από τα έσοδα που θα προκύπτουν από τις παραχωρήσεις και όχι πωλήσεις των ακινήτων.

Ο εκσυγχρονισμός της διαχείρισης της εκκλησιαστική περιουσίας που ξεκινά με την περιουσία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών εφόσον αποδειχτεί, όπως αναμένεται, επιτυχής, εκτιμάται ότι θα αποτελέσει μοντέλο και για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας άλλων 82 μητροπόλεων ανά τη χώρα. Στόχος της Εκκλησίας είναι με διαφανείς διαδικασίες να δημιουργήσει έναν πυλώνα στήριξης του εκκλησιαστικού προνοιακού έργου. Η όλη προσπάθεια αποτελεί πρωτοβουλία του μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου και σκοπό έχει να στηρίξει τον προϋπολογισμό της Εκκλησίας που δαπανάται εξ ολοκλήρου σε προνοιακού χαρακτήρα πρωτοβουλίες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων οι εκκλησιαστικές εκτάσεις δεν μπορούν να αξιοποιηθούν από την Εκκλησία. «Ούτε χαμομήλι δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε», αναφέρουν χαρακτηριστικά εκπρόσωποί της. Προ τριών δεκαετιών είχε δοθεί η χαριστική βολή του Δημοσίου στην Εκκλησία και ειδικότερα στη δυνατότητά της να αξιοποιεί την περιουσία της. Το 1988, το Δημόσιο επιχειρώντας να καρπωθεί την τεράστια εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία με νόμο του Αντώνη Τρίτση προσπάθησε, όπως η ίδια υποστήριζε, να αξιοποιήσει τη μοναστηριακή περιουσία. Αλλά η Εκκλησία κατήγγειλε την πρωτοβουλία ως δημευτική των κτημάτων της. Το θέμα έκλεισε έπειτα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που κάλεσε το κράτος είτε να επιστρέψει στις μονές την περιουσία τους είτε να τις αποζημιώσει. Η διελκυστίνδα αυτή Εκκλησίας – Δημοσίου έληξε το 2013 με τη συμφωνία Ιερωνύμου – Σαμαρά και την de facto παραχώρηση του 50% των εσόδων στο Δημόσιο. Η έλευση των κυβερνήσεων Τσίπρα έβαλε φρένο στην προσπάθεια και μόνον τώρα διαφαίνεται διάθεση επανενεργοποίησής της.

Το Δ.Σ. της εταιρείας

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργείων Οικονομικών και Παιδείας όρισε τα 2 νέα από τα 5 μέλη του διοικητικού συμβουλίου (Παναγιώτης Μελαχρινός και Ιωάννης Πολύζος) ενώ τα άλλα 3 μέλη που παραμένουν (Πέτρος Σουρέτης, πρόεδρος Δ.Σ., Αριστομένης Συγγρός, διευθύνων σύμβουλος, και Μιχαήλ Καρλούτσος, μέλος Δ.Σ.) τα όρισε προ τριετίας η Αρχιεπισκοπή Αθηνών.

Οι παραχωρήσεις

Λίγοι σήμερα θυμούνται μια παλιά πρωτοβουλία της Εκκλησίας και ακόμη λιγότεροι την κατάληξή της: Η Εκκλησία το 1952 παραχώρησε στο ελληνικό κράτος 750.000 στρέμματα ώστε να αποκτήσουν καλλιεργήσιμη γη ακτήμονες και αγρότες. Οι εκτάσεις αυτές διανεμήθηκαν κατά τη δεκαετία του ’70, αλλά ουδείς γνωρίζει σε ποιους κατέληξαν ή αν κάποιες παρέμειναν στην κυριότητα του Δημοσίου.

Στη Βουλιαγμένη

Εδώ και καιρό είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ πως το πρώτο ακίνητο που θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει η Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας Α.Ε. είναι αυτό των 83 στρεμμάτων στη Βουλιαγμένη. Θα αποτελέσει πιλοτικό project, με διεθνή διαγωνισμό και για χρήσεις όχι ασύμβατες με τη λειτουργία και τον χαρακτήρα της Εκκλησίας.

 

Καθημερινή

Διαβάστε ακόμα