Περί της σχισματικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας

Του Αρχιμ. Ευθυμίου Θεοδωροπούλου, Εφημερίου Ι. Ν. Αγ. Αικατερίνης  Καλαμάτας

Η σχισματική Εκκλησία της ΠΓΔΜ ιδρύθηκε το 1958 με πλήρη περιφρόνηση των βασικών αρχών της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας, με πρόταξη εθνοφυλετικών σκοπιμοτήτων και παρά την αντίδραση της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και συμπάσης της Ορθοδοξίας . Περιλαμβάνει στους κόλπους της το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού πληθυσμού της χώρας. σε σύνολο 2.200.000 κατοίκων, οι Ορθόδοξοι (σκοπιανοί, Βούλγαροι, σέρβοι, Έλληνες – Βλαχόφωνοι -Σαρακατσαναίοι) ανερχόμενοι σε 1.600.000, οι υπόλοιποι, ανερχόμενοι σε 600.000, είναι μουσουλμάνοι (Αλβανοί, τούρκοι, Ρωμά). Υπάρχουν ακόμη 10.000 καθολικοί-ουνίτες, οι οποίοι κατοικούν στις πόλεις Σκόπια, Στρώμνιτσα, Γευγελή και Μπόγνταντσι[1].

Κυρίως πολιτικοί οι λόγοι δημιουργίας της σχισματικής Εκκλησίας της ΠΓΔΜ και εντάσσονται στο κυρίως σχέδιο του δικτάτορα της Σερβίας, στρατάρχη Τίτο, για οργάνωση της Γιουγκοσλαβίας σε ομόσπονδο κράτος. Για την αντιμετώπιση της Βουλγαρικής προπαγάνδας και των επεκτατικών βλέψεων της Βουλγαρίας, έπρεπε να συμπεριληφθεί στις ομοσπονδίες αυτές και η Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Έτσι λοιπόν άρχισαν οι διεργασίες για την δημιουργία ενός νέου έθνους, με νέο ελληνικό όνομα στην περιοχή αυτή και ελληνικά σύμβολα, καθώς και παραχώρηση από τον Τίτο στο νέο κράτος δικής του κρατικής οργάνωσης και μίας νέας κατασκευασμένης γλώσσας και ιστορίας, με σκοπό την δημιουργία εθνικής αυτοσυνειδησίας από το μηδέν. Πράξεις, οι οποίες είχαν ως υπόβαθρο την μελλοντική του προσάρτηση στην Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία, αλλά και στην επέκταση της Γιουγκοσλαβίας προς την Βουλγαρία και την Ελληνική Μακεδονία[2].

Στα σχέδια του Τίτο προστέθηκε και η δημιουργία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Μακεδονίας προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς του. Από το 1945 άρχισαν οι διεργασίες για το εγχείρημα αυτό, όταν μία κληρικολαϊκή συνέλευση στα Σκόπια ζήτησε η περιοχή αυτή να αποκοπεί από το Πατριαρχείο Σερβίας και να αυτονομηθεί. Το Πατριαρχείο Σερβίας αντέδρασε στις αντικανονικές αυτές απαιτήσεις και καταδίκασε τις ενέργειες της συνέλευσης. Επίσης τα αιτήματα των Σκοπίων, εκτός από την εκκλησιαστική αυτονομία, ήσαν και το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την τοπική τους νέα γλώσσα την «μακεδονική» και να έχουν  Επισκόπους προερχόμενους αποκλειστικά από τον τόπο τους. Έχουμε δηλ. την προσπάθεια δημιουργίας μίας νέας εθνικής Εκκλησίας με άκρως φυλετικά κριτήρια δημιουργίας. Το 1958  οι Σκοπιανοί επανήλθαν στα παλαιότερα αιτήματά τους για αυτονόμηση της εκκλησιαστικής τους περιοχής,  με μία νέα συνέλευση η οποία έγινε στην Αχρίδα και  την ανακήρυξε σε Αρχιεπισκοπή, εξέλεξε ως πρώτο της Μητροπολίτη τον βοηθό Επίσκοπο και σύμβουλο του Πατριάρχη Σερβίας Γερμανού,  Δοσίθεο. Επίσης η συνέλευση εξέλεξε νέους Επισκόπους και ψήφισε καταστατικό της νέας Εκκλησίας, η οποία ονομάσθηκε «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία»[3].

Η εμπλοκή του βοηθού επισκόπου Δοσιθέου την περίοδο εκείνη είναι αμφιλεγόμενη, διότι είχε μυστικές συνομιλίες με το καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας» και είχε προσκληθεί να συμμετάσχει στη κληρικολαϊκή συνέλευση τον Οκτώβριο του 1958. Η δυσαρέσκεια του πατριάρχη Γερμανού εκφράσθηκε προς τον Δοσίθεο με την άρνησή του να συμμετάσχει εκείνος στην συνέλευση της Αχρίδος και καλώντας τον να δώσει εξηγήσεις ενώπιον της Ιεράς Συνόδου στις 29 Σεπτεμβρίου.  Ο Δοσίθεος παρά την απαγόρευση της  Ιεράς Συνόδου μετέβη στην Αχρίδα και έλαβε μέρος στην συνέλευση, η οποία τελικά τον εξέλεξε Μητροπολίτη.  Εκ των γεγονότων η όλη στάση του Επισκόπου Δοσιθέου υπήρξε ύποπτη και αντικανονική[4]. Πρόσωπο της άμεσης εμπιστοσύνης του πατριάρχη Γερμανού και σύμβουλός του, αθέτησε τους κανόνες και τους θεσμούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας  για προσωπική του προβολή και εξέλιξη.

Το Πατριαρχείο Σερβίας κατ’ οικονομίαν την περίοδο εκείνη δέχθηκε την μερική αυτονομία, και αναγνώρισε τον Μητροπολίτη Δοσίθεο, πιστεύοντας ότι έτσι θα δινόταν η ευκαιρία για επίλυση του προβλήματος και το έπραξε, πρώτον κάτω από την πίεση του ολοκληρωτικού καθεστώτος και δεύτερον, για λόγους ανάγκης διατηρήσεως της ισορροπίας και της ειρήνης στην περιοχή και το έτος 1959 έδωσε επισήμως διοικητική αυτονομία. Αν και η παραχώρηση αυτή για τους πιο πάνω λόγους ήταν αντικανονική, όπως είχε αποφανθεί και ο ειδικός επί του θέματος εισηγητής στην Σύνοδο της Ιεραρχίας τον Μάϊο του 1958, η Σύνοδος της Ιεραρχίας κατά τον Μάϊο του 1966 αποφάσισε την επαναφορά των μητροπόλεων της εκκλησιαστικής περιφέρειας του κράτους των Σκοπίων, στο προ του 1959 καθεστώς[5].

Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι η αναβίωση της ιδέας περί της πάλαι ποτέ αυτόνομης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος στηριζομένης σε ιστορικά στοιχεία, ότι υπήρξε αυτοκέφαλη από της συστάσεως της προ 800 ετών, ήταν ένα ακόμη τέχνασμα της προπαγάνδας για την ίδρυση του υβριδικού νέου κράτους των Σκοπίων και είναι εντελώς ανεδαφική και αναληθής, διότι η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ουδέποτε υπήρξε αυτοκέφαλη Εκκλησία, ούτε κατά την βυζαντινή περίοδο, ούτε όταν η περιοχή βρισκόταν υπό τους Βουλγάρους και Τούρκους, αλλά και ποτέ το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παραχώρησε ή αναγνώρισε σε αυτήν αυτοκέφαλο καθεστώς[6]. Επίσης καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει μεταξύ της Εκκλησίας των Σκοπίων και της ιστορικής Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, γιατί η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ήταν πάντοτε ελληνική, με Έλληνες Αρχιεπισκόπους, Μητροπολίτες και Επισκόπους και με επίσημη γλώσσα την ελληνική και ποτέ δεν είχε από άποψη εθνικής συνθέσεως καθαρά σλαβικό «μακεδονικό» χαρακτήρα με την σημερινή ερμηνεία του όρου, πράγμα το οποίο μπορεί να επιβεβαιωθεί και από τους τίτλους και τις υπογραφές των Αρχιεπισκόπων Αχρίδος[7].

Μέχρι το 1967 οι τρεις Μητροπόλεις της Νοτίου Γιουγκοσλαβίας ανήκαν κανονικώς στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο Σερβίας. Την χρονιά εκείνη ο στρατάρχης Τίτο ώθησε τις τρεις αυτές Μητροπόλεις να αποσχισθούν και να ονομασθούν “Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Μακεδονίας” με στόχο να στηρίξει την προπαγάνδα περί του -ανύπαρκτου- “Μακεδονικού έθνους”. Η Σερβική Εκκλησία διαμαρτυρήθηκε, αλλά τα περιθώρια αντιδράσεως ήσαν σχεδόν ανύπαρκτα λόγω της αυταρχικής μορφής του καθεστώτος. Πραξικοπηματικά λοιπόν μέσα από τις ενέργειες μίας κληρικολαϊκής συνέλευσης η Εκκλησία των Σκοπίων αυτοανακηρύχθηκε σε αυτοκέφαλη το έτος 1967. Σύμπασα η Ορθοδοξία καταδίκασε την απόσχιση και η λεγόμενη “Μακεδονική Εκκλησία” δεν έχει αναγνωρισθεί μέχρι σήμερα από κανένα Ορθόδοξο Πατριαρχείο ή Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Χρησιμοποιήθηκε πάντως και χρησιμοποιείται για την διεθνή προβολή της Σκοπιανής προπαγάνδας εις βάρος του ονόματος και της Ιστορίας των Ελλήνων Μακεδόνων.

Κατόπιν όλων αυτών των ενεργειών το Πατριαρχείο Σερβίας επί πατριαρχίας Γερμανού διέκοψε σχέσεις με την νεοσύστατη Εκκλησία των Σκοπίων και την κήρυξε σχισματική και αντικανονική, θέση, η οποία έγινε αποδεκτή και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[8]. Στη συνέχεια και μετά την πάροδο ικανών χρόνων έγιναν προσπάθειες αποκαταστάσεως της παλαιάς τάξεως και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από το Πατριαρχείο Σερβίας, ώστε να αποκατασταθούν οι σχέσεις και να επιστρέψει η σχισματική Εκκλησία στην κανονικότητα, αλλά απέβησαν άκαρπες.

Από το 1991, όταν άρχισαν να εκλείπουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και η περιοχή Σκοπίων ανακηρύχτηκε σε ανεξάρτητο κράτος, γνωστό επισήμως ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Εκκλησία της Ελλάδος συνέστησαν στους σχισματικούς Επισκόπους να επανέλθουν στο Σερβικό Πατριαρχείο, για να αποκατασταθεί η κανονική τάξη και μετά από διαβουλεύσεις να αναζητήσουν κάποια μορφή εκκλησιαστικής αυτονομίας. Το 2002 οι συζητήσεις Σέρβων και Σκοπιανών Ιεραρχών άρχισαν να αποδίδουν σημαντικούς καρπούς. Οι Σκοπιανοί Επίσκοποι, που ήδη είχαν αυξηθεί σε αριθμό, δέχθηκαν να προσχωρήσουν στο Σερβικό Πατριαρχείο και να αποτελέσουν την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και Σκοπίων. Η ονομασία αυτή αποτελεί μία δικαίωση για την Ελλάδα, διότι για πρώτη φορά εκπρόσωποι των Σκοπίων δέχθηκαν να επαλείψουν το όνομα “Μακεδονία”.  Όμως,  όταν επέστρεψαν στην έδρα τους οι Σκοπιανοί Επίσκοποι υπέστησαν σφοδρές επιθέσεις, λεκτικές και πολιτικές, από όλα τα κόμματα του κράτους και τελικά οι περισσότεροι υπαναχώρησαν. Ο μόνος που επέμεινε στην τήρηση της συμφωνίας ήταν ο Μητροπολίτης Βελεσών Ιωάννης – Γιόβαν, πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης και νέος στην ηλικία. Κατόπιν αυτών των εξελίξεων η Σερβική Εκκλησία ονόμασε τον Ιωάννη Έξαρχό της για όλη την περιοχή του Σκοπιανού κράτους, όπου ζει ένας μεγάλος αριθμός Ορθοδόξων[9].

Ο Ιωάννης με έδρα την πόλη Μπίτολα στο νότιο τμήμα του κράτους άρχισε να προσελκύει κληρικούς , μοναχούς και μοναχές, οι οποίοι είχαν κουρασθεί να βρίσκονται σε απομόνωση από τους υπόλοιπους Ορθοδόξους ανά τον κόσμο. Παράλληλα συλλειτούργησε με Έλληνες και Βουλγάρους Επισκόπους αποκτώντας έτσι την απαραίτητη διορθόδοξη νομιμοποίηση. Οι κινήσεις του  αυτές ενόχλησαν τις σκοπιανές αρχές, οι οποίες εμπόδισαν με κάθε τρόπο την δημόσια δράση του και την επικοινωνία του με το λαό. Στις αρχές του 21ου αιώνος και σε μία χώρα η οποία θέλει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κυβέρνηση παρεμβαίνει σκανδαλωδώς στα εσωτερικά της Εκκλησίας και στηρίζει τους σχισματικούς Επισκόπους κατά του κανονικού κα πανορθοδόξως αποδεκτού Μητροπολίτου. Οι διώξεις κατά του Ιωάννου έφθασαν στο αποκορύφωμά τους με την  σύλληψή του εν ώρα Θείας Λειτουργίας. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι η Κυβέρνηση προέβη στην σύλληψη μετά από υπόδειξη της εθνικιστικής αντιπολιτεύσεως, δηλαδή του κόμματος ΒΜΡΟ, το οποίο φέρει το ίδιο όνομα με την οργάνωση των Βουλγάρων κομιτατζήδων της περιόδου 1893-1908[10].

Η “Μακεδονική Εκκλησία” ιδρύθηκε για να στηρίξει τις πολιτικές και φυλετικές απαιτήσεις του νέου σλαβομακεδονικού κράτους και όχι εκκλησιαστικές ανάγκες. Αγνόησε συστηματικά τις βασικές αρχές της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, ότι η δημιουργία μιας νέας αυτοκέφαλης Εκκλησίας δεν γίνεται με διατάγματα πολιτειακού χαρακτήρα, αλλά απαιτούνται ιστορικές και κανονικές προϋποθέσεις, που ρυθμίζονται από συγκεκριμένες εκκλησιαστικές διαδικασίες, τις οποίες ενεργοποιεί η πρωτόθρονη εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την κανονική δικαιοδοσία έχει και τη χαρισματική εμπειρία διαθέτει, για την επίλυση τέτοιων ζητημάτων.

Οι πολιτικές σκοπιμότητες στο θέμα αυτό σκοπό είχαν την ενίσχυση της προπαγάνδας για την αναβίωση της ανύπαρκτης «Μακεδονικής εθνότητας» στην Νότια Γιουγκοσλαβία, ώστε να πραγματοποιηθούν οι βλέψεις του Τίτο για προσάρτησή τους στο ομόσπονδο κράτος της Γιουγκοσλαβίας, που επρόκειτο να δημιουργήσει. Για τον λόγο αυτό απαραίτητη ήταν και η συμβολή της Εκκλησίας υπό τη νέα της μορφή. Ένα κράτος μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά και για τις επεκτατικές βλέψεις του Τίτο. Επίσης, θα μπορούσε η νέα αυτή σχισματική Εκκλησία να διαδραματίσει μελλοντικά και άλλο ρόλο, το ρόλο της επίσημης Γιουγκοσλαβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία θα αντικαθιστούσε το Πατριαρχείο Σερβίας[11].

Εξ όλων όσων ανεφέρθησαν ανωτέρω, προκύπτει, πως η Εκκλησία των Σκοπίων και γενικότερα η χειραφέτησή της, ενεπλάκη στα δίχτυα της πολικής σκοπιμότητας της πολιτικής εξουσίας και στην προσπάθειά της για ίδρυση μιας ιδιαίτερης εθνικής ομάδας στην Νότια Γιουγκοσλαβία, με όλα τα χαρακτηριστικά ενός έθνους. Η όλη ενέργεια αυτή ακολούθησε όλως εθνοφυλετική και αντικανονική τακτική, η οποία εδράζεται σε φυλετικές και πολιτικές αξιώσεις και όχι σε εκκλησιαστικές ανάγκες. Αλλά όπως είδαμε, κάτι τέτοιο είναι ξένο για τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία και δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτό από την Εκκλησία, είναι άλλωστε γνωστό πως μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν τοπικές και όχι εθνικές Εκκλησίες. Ο εθνο-φυλετισμός, ο οποίος προβάλλεται εδώ είναι αντίθετος με την ουσία της Εκκλησίας, η οποία είναι κοινωνία πνευματική και συμπεριλαμβάνει όλα τα έθνη σε μία πίστη και εν Χριστώ αδελφότητα. Γι’ αυτό και ο φυλετισμός, καταδικάστηκε από την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1872[12].

Η όλη στάση της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων κατά την διάρκεια όλων αυτών των ετών μέχρι και σήμερα, είναι αντιφατική. Τα κίνητρα εξ αρχής ήσαν ανοίκεια για την σύσταση και τους σκοπούς μίας Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία δημιουργήθηκε για να τους υπηρετήσει. Το έτος 1983 ο Μητροπολίτης Αγγελάριος έστειλε επιστολή σε Ορθοδόξους αρχιερείς ανά τον κόσμο, ώστε να υποστηρίξουν το αίτημα να γίνει η Εκκλησία τους αυτοκέφαλη. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου, ο οποίος αναφέρει ότι κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο, διότι η λεγόμενη «Μακεδονική» Εκκλησία» είναι δημιούργημα εθνικών λόγων και όχι εκκλησιαστικών αναγκών[13]. Οι όλες ενέργειες των εκπροσώπων της «Μακεδονικής» Εκκλησίας, επαναφέρουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία την αίρεση του εθνοφυλετισμού[14].

Το πρόβλημα παραμένει άλυτο μέχρι και σήμερα. Βεβαίως μπορεί να επιλυθεί, αλλά χρειάζονται αποτελεσματικές λύσεις, πάντα στα πλαίσια της κανονικότητος, όπως  αυτά  ισχύουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ουσιαστικές υποχωρήσεις από την σχισματική πλευρά.

Πλήρως διαφωτιστική για το θέμα της επίλυσης του προβλήματος είναι η διαπίστωση του καθηγητή του ΑΠΘ, Μιχαήλ Τρίτου, την οποία μεταφέρουμε αυτούσια παρακάτω:  «Προσωπικά πιστεύω ότι υπό τας παρούσας συνθήκας η επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος των Σκοπίων εμφανίζει μεγάλη δυσχέρεια λόγω του ασφυκτικού κλοιού της εκκλησίας αυτής από το κράτος και της χρησιμοποιήσεώς της ως κρατικής υπηρεσίας για ξένους προς την πνευματική της αποστολή εθνικιστικούς στόχους. Για να υπάρξει στο μέλλον κάποια θετική εξέλιξη, πρέπει να τηρηθούν κατά τη γνώμη μας οι εξής προϋποθέσεις: Πρώτον, το επίσημο κράτος να αφήσει ελεύθερη την εκκλησία να επιτελέσει το λυτρωτικό και σωτηριολογικό ρόλο της.  Δεύτερον, η εκκλησία των Σκοπίων να αναγνωρίσει ως αντιεκκλησιαστικές και αντικανονικές τις ενέργειές της από το 1944 και εξής και να ζητήσει συγγνώμη από την εκκλησία της Σερβίας για όσα άτοπα μέχρι σήμερα έπραξε σε βάρος της.  Τρίτον, να δεχτεί την ονομασία της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης αρχιεπισκοπής Αχρίδος και όχι Μακεδονίας, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν πρόκειται να αναγνωριστεί ούτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ούτε από την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως ήδη έχουν δηλώσει ο οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος, όσο παλαιότερα και ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι δυνατή αρχικά η χορήγηση αυτονομίας κατά το προηγούμενο της Φιλανδίας, Εσθονίας και μέχρι πρότινος της Τσεχίας και Σλοβακίας και αργότερα, γιατί όχι, και αυτοκεφαλίας. Έτσι θα κλείσει μία χαίνουσα πληγή στο σώμα της ορθοδόξου εκκλησίας και θα παύσει το ένα και πλέον εκατομμύριο των ορθοδόξων που ζουν στα Σκόπια να γίνεται βορά σε κάθε είδους προσηλυτισμό»[15].

[1] Ελεονόρας Ναξίδου, Εκκλησία και εθνική ιδεολογία από την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδος μέχρι την ίδρυση της αυτοκέφαλης «Μακεδονικής Εκκλησίας», Θεσσαλονίκη 1988, και  Αθαν. Αν. Αγγελοπούλου, Το Μακεδονικό Ζήτημα. Η εκκλησιαστική-ιστορικοκανονική άποψη από το 1944 μέχρι σήμερα, εν Ιεροσολύμοις 1988, σ. 111.

[2] Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, Βίος – Δράση (1958-1990), Εκδ.     Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 354. Και ‘’Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος’’
στο  http://www.antibaro.gr/article/4414

[3]  Ό. π., Γ. Λόη, σ. 397 κ. εξ.

[4] Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, Βίος – Δράση (1958-1990), Εκδ.     Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007,σ. 368-382.

[5] Αθανασίου Αγγελοπούλου, “Το Εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας από το 1913 μέχρι σήμερον”, στο Περιοδικό «Μακεδονικά» Τόμ. 15, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 41.

[6] Ό. π., Αθ. Αγγελοπούλου, σ. 42.

[7]  Αθανασίου Αγγελοπούλου, “Το Εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας από το 1913 μέχρι σήμερον”, στο Περιοδικό «Μακεδονικά» Τόμ. 15, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 42.

[8] [8] Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, Βίος – Δράση (1958-1990), Εκδ.     Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007,  σσ. 361, 364, 372-373, 403-404, 406, 426.

[9] Εφημ., «Βήμα», 19/5/2002, σελ. 2,

[10] Μιχαήλ Τρίτου,  Νεώτερες εξελίξεις στη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων, εκδ. Βάνιας, Θεσ/νίκη 2004, σελ. 16.

[11]Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, Βίος – Δράση (1958-1990), Εκδ.     Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 359.

[12] Αθ. Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας-Η σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία, εκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 98-102.

[13] Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, Βίος – Δράση (1958-1990), Εκδ.     Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007,σσ. 426-427.

[14] Ό. π., Γ. Λόη, σ. 427.

[15] Μιχαήλ Γ. Τρίτου, “Το πρόβλημα της σχισματικής εκκλησίας των Σκοπίων”, στο http://www.makthes.gr/news/opinions/22489/

 

Διαβάστε ακόμα