“Σταυρική πορεία προς την Ανάσταση” του Αντ. Κουτεντάκη

Του Αντωνίου Κουτεντάκη Θεολόγου – Φιλολόγου Λειτουργιολόγου, 

 Υπ. διδάκτωρος Ιστορίας

Με την χάρη και το άπειρο έλεος του Θεού, εισήλθαμε για άλλη μια χρονιά στην ευλογημένη περίοδο του Τριωδίου εγγίζοντας τα πάθη και τον Σταυρό του Θεανθρώπου. Θα διανύσουμε μία περίοδο την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία με τόση σοφία, ακρίβεια και προσοχή καθιέρωσε ήδη από της αποστολικής εποχής ως προετοιμασία για την μεγίστη εορτή της, την Ανάσταση.

Κάθε εκκλησιαστικό έτος περιλαμβάνει 2 τεσσαρακοστές˙ του Πάσχα, την οποία και εγγίζουμε, η οποία έχει καθιερωθεί –ως και ανωτέρω ελέχθη- ήδη από της πρώτης Εκκλησίας, και των Χριστουγέννων, η οποία θεσπίστηκε πολύ αργότερα. Η ονομασία τους προέρχεται από την τεσσαρακονθήμερη διάρκειά τους. Και τούτο όχι τυχαία, αφού πρότυπο αποτελεί η τεσσαρακονθήμερη νηστεία του Χριστού και έξοδός Του στην έρημο μετά την Βάπτιση. «τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε. (Ματθ. Δ’ 1-2).

Η Τεσσαρακοστή τού Πάσχα ονομάζεται «Μεγάλη» και, ως προετοιμασία για την μεγίστη εορτή και πεμπτουσία της Εκκλησίας μας, της Αναστάσεως, διαρκεί 50 ημέρες αντί για 40 όπως των Χριστουγέννων. Και τούτο ως εξής: 2 ημέρες η Τετάρτη και η Παρασκευή τής εβδομάδος του Ασώτου και 48 από της καθαράς Δευτέρας μέχρι και του Μεγάλου Σαββάτου. Η μεγάλη διάρκειά της οφείλεται στο μέγεθος της εορτής που προλογίζει. Δεν θα μπορούσε «ἡ ἑορτή τῶν ἑορτῶν καί πανήγυρις τῶν πανηγύρεων» να έχει προκαταρκτική περίοδο όμοια με εκείνη των άλλων. Οι ημέρες δε τελείας νηστείας που περιλαμβάνει (δηλαδή άνευ Σαββάτων και Κυριακών) αποτελούν την «αποδεκάτωσι», το ένα δέκατο, ολοκλήρου του έτους.

Η Μ. Τεσσαρακοστή χαρακτηρίζεται από το πένθιμο ύφος που την διακατέχει. Οι ναοί ευπρεπίζονται με σκούρα καλύμματα, οι Ιερείς φέρουν σκουρόχρωμα άμφια και ο υμνογραφικός πλούτος μάς προτρέπει να πενθήσουμε και να κλάψουμε. Επί 50 ημέρες κυριαρχεί η «χαρμολύπη» και το «χαροποιόν πένθος» και τούτο όχι εξ αιτίας του επικειμένου, όπως πολλοί νομίζουν, πάθους και σταυρικού θανάτου του Κυρίου Ιησού, αφού Εκείνος «ἔπαθεν ἅπαξ διὰ παντός», αλλ’ εξ αιτίας των αμαρτιών και της δεινής καταστάσεως στην οποία εμείς βρισκόμαστε. Δεν λυπόμαστε για τον θάνατο του Χριστού, αλλά για τον θάνατο των ψυχών μας, προερχόμενο από τα πάθη και τις αμαρτίες μας, γι’ αυτό και η Μ. Τεσσαρακοστή αποτελεί μια ευλογημένη περίοδο, η οποία μας δίδει την ευκαιρία να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας πρωτίστως, τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας.

Το διάστημα αυτό στις συνειδήσεις των πιστών είναι συνυφασμένο με την νηστεία. Και τούτο όχι άδικα, αφού –όπως και αρχικά ανεφέρθη- έχουμε τρανό παράδειγμα Αυτόν τον Κύριο. Σκοπός όμως της Μ. Τεσσαρακοστής δεν είναι η νηστεία, αλλ’ η ψυχοσωματική προετοιμασία μας για το Πάσχα. Γι’ αυτό και η νηστεία αποτελεί ένα μέσο μόνον ανάμεσα στα τόσα άλλα. Δεν είναι αυτοσκοπός, αλλ’ η πρώτη βαθμίδα στην κλίμακα των αρετών. Η πνευματική τελειότητα δεν ταυτίζεται με την νηστεία. Ξεκινά όμως απ’ αυτήν, και ως εκ τούτου αυτός ο οποίος δεν μπορεί να νηστέψει δεν μπορεί να επιτύχει τίποτα άλλο πνευματικό παραμένοντας έρμαιο των παθών και αδυναμιών του.

Εάν ανατρέξουμε στην υμνολογία θα διαπιστώσουμε το ζητούμενο κατά την περίοδο αυτή. «τὸν τῆς νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες. Ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκα καθάρωμεν. Νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος…». Αλλού δίδεται σαφέστερα η έννοια της νηστείας˙ «Νηστείαν, οὐκ ἀποχὴν βρωμάτων μόνον τελέσωμεν, ἀλλὰ παντὸς ὑλικοῦ πάθους ἀλλοτρίωσιν…». Σε έτερο δε σημείο η υμνολογία των ημερών αυτών μας αποκαλύπτει ακριβώς πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε˙ «Νηστεύοντες, ἀδελφοί, σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς. Λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας. Διαῤῥήξωμεν στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων. Πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διασπάσωμεν. Δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους…» Κάθαρση λοιπόν σωματική και πνευματική απαιτείται ως προετοιμασία για την ημέρα της Αναστάσεως.

Μια περιδιάβαση στο εορτολόγιο από την αρχή του Τριωδίου έως και της Μ. Τετάρτης αποδεικνύει την μεγίστη ωφέλεια της περιόδου αυτής και την σοφία με την οποία είναι δομημένη. Την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου προβάλλεται η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Και τούτο για να διδαχθούμε την ταπείνωση ως μόνη μέθοδο δικαιώσεώς μας έναντι του Θεού και πρώτη των αρετών, άνευ της οποίας όλες οι άλλες κατανικώνται και αναιρούνται από τον εγωισμό μας.

Την δεύτερη, προβάλλεται η παραβολή του ασώτου Υιού, για να μας διδάξει την δύναμη της μετανοίας. Την τρίτη, Κυριακή της απόκρεω, ο πιστός έρχεται αντιμέτωπος με την Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, για να θυμάται πάντοτε πως ο Κύριος παρ’ ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος, είναι συγχρόνως δίκαιος και αυστηρός κριτής. Την Κυριακή της τυρινής η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει την έξωση των Πρωτοπλάστων από του Παραδείσου και τα αγαθά τα οποία στερήθηκαν εξ αιτίας της παρακοής τους προς το θέλημα του Θεού και της βρώσεως της απαγορευμένης τροφής. «Διὰ βρώσεως ἐξήγαγε τοῦ Παραδείσου ὁ ἐχθρὸς τὸν Ἀδάμ…».

Η πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής ονομάζεται «Κυριακή της Ορθοδοξίας». Κατ’ αυτήν εορτάζουμε την αναστήλωση των ιερών εικόνων. Εκ τούτου συνάγεται το συμπέρασμα πως κάθε πνευματικός αγώνας αν δεν συνοδεύεται από ορθόδοξη συνείδηση είναι ανώφελος.

Την δεύτερη Κυριακή επιτελούμε την μνήμη του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά. Ενός Αγίου που κατά τον 14ο αιώνα αποσαφήνισε την ορθόδοξη θεολογία και κατέδειξε τρανώς την διαφορά της Εκκλησίας από την αίρεση στηλιτεύοντας τους δυτικούς και αναιρώντας τις πλανεμένες δοξασίες τους. Ενός Αγίου που οριοθετεί τον τρόπο συμπεριφοράς μας τονίζοντας το «τοῦ Θεοῦ μὴ ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, πᾶν τὸ παρ’ ἡμῶν γενόμενον ἁμαρτία ἐστίν.»

Την τρίτη, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, στις Εκκλησίες εκτίθεται προς προσκύνηση ο Τίμιος Σταυρός, ώστε ασπαζόμενοι οι πιστοί να λάβουμε δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσουμε τον πνευματικό αγώνα έως τέλους της Μ. Τεσσαρακοστής. Την τέταρτη Κυριακή εορτάζουμε την μνήμη του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, συγγραφέως της Κλίμακος, ενός Αγίου του οποίου το συγγραφικό έργο απετέλεσε την βάση και το πρότυπο όλης της ορθοδόξου ασκητικής πρακτικής και παραδόσεως.

Την πέμπτη Κυριακή εορτάζουμε την μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Έχουν περάσει ήδη 5 εβδομάδες από την αρχή της Μ. Τεσσαρακοστής και απομένουν 2 για το Πάσχα, και οι Πατέρες σε μια ύστατη προσπάθεια μάς προβάλλουν και πάλι την δύναμη της μετανοίας.

Ακολουθεί το Σάββατο του Λαζάρου, η Κυριακή των Βαΐων και η Μεγάλη εβδομάδα, η οποία και αποτελεί την περίοδο εντατικής προετοιμασίας και πνευματικής ανατάσεως. Την Μ. Δευτέρα, η παραβολή τής ακάρπου συκής μάς υπενθυμίζει την υποχρέωση της προσφοράς μας. Την Μ. Τρίτη, η παραβολή των δέκα παρθένων την ανάγκη συνεχούς ετοιμότητος έναντι του Νυμφίου Χριστού και το απαραίτητο της ελεημοσύνης.

Από δε της Μ. Τετάρτης και έπειτα η Εκκλησία αφήνει τα γεγονότα των Ευαγγελίων να μιλήσουν και κυριολεκτικά να μας συντρίψουν. Η πόρνη αλείφει μύρο τα πόδια του Χριστού. Ο «υἱὸς τῆς ἀπωλείας», ο Ιούδας προετοιμάζει την μεγαλύτερη αμαρτία που διεπράχθη ποτέ επί γης, την προδοσία του Κυρίου Ιησού. Ο Χριστός επιτελεί τον Μυστικό Δείπνο, συλλαμβάνεται, εμπαίζεται, παθαίνει, σταυρώνεται, μας εξαγοράζει με το αίμα Του από την κατάρα τού προπατορικού αμαρτήματος, πεθαίνει˙ για να αναστηθεί.

Η ανωτέρω σύντομη διαδρομή αποδεικνύει περίτρανα την σοφία με την οποία είναι δομημένη η ευλογημένη αυτή περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής -και κατ’ επέκταση του Τριωδίου- και πώς μας προετοιμάζει για το γεγονός της Αναστάσεως. Κορυφώνοντας την πνευματικότητα από ημέρα σε ημέρα καθ’ όλη την διάρκειά της, μας ταπεινώνει, μας διδάσκει την μετάνοια, μας υπενθυμίζει την δίκαιη κρίση του Χριστού, μας διδάσκει την νηστεία, μας διαχωρίζει από τους αιρετικούς, μας κάνει θεολόγους, μας σταυρώνει, μας διδάσκει την άσκηση, δεν μας αφήνει να απελπιστούμε. Συντρίβει την αμαρτία μας και τέλος μας ανασταίνει μεταφορικά και κυριολεκτικά. Πνευματικά και σωματικά.

 

«Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν Αὐτ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ Αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἠδοναῖς. Ἵνα καὶ συζήσωμεν Αὐτῷ καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος Αὐτοῦ: οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸ παθεῖν. Ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ πατέρα ἡμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ἡμῶν. Καὶ συνανυψῶ ἡμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.»

Διαβάστε ακόμα