Μεσσηνίας Χρυσόστομος Β‘ Θέμελης: 11 Έτη από την Κοίμησή του

Του Αρχιμ. Ευθυμίου Θεοδωροπούλου, Εφημερίου Ι. Ν. Αγίας Αικατερίνης Καλαμάτας

«Σοὶ μὲν οὖν οὗτος παρ᾿ ἡμῶν ὁ λόγος· ἡμᾶς δὲ τίς ἐπαινέσεται μετὰ σὲ τὸν βίον ἀπολείποντας;»  (Γρ. Θεολόγου, Επιτάφιος στον Μ. Βασίλειο).

Τελευταία ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου, πριν ένδεκα χρόνια, μετέστη από των επιγείων στα αιώνια αφήνοντας την τελευταία του πνοή, ο μακαριστός Μητροπολίτης Μεσσηνίας Κυρός Χρυσόστομος Β’ Θέμελης.

Ο κατά κόσμον Αδάμ Θέμελης γεννήθηκε στην Ιστιαία Ευβοίας το 1918. Αποφοίτησε από την Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1944. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1944 και Πρεσβύτερος το 1945. Υπηρέτησε ως Ιεροκήρυξ και Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας (1945-1950), Γραμματεύς (1950-1952) και Αρχιγραμματεύς (1952-1957) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στις 21 Νοεμβρίου 1957 χειροτονήθηκε, με τον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Θαυμακού, Βοηθός Επίσκοπος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Στις 17 Νοεμβρίου 1965 εξελέγη Μητροπολίτης Μεσσηνίας. Εκοιμήθη στις 28 Φεβρουαρίου 2007.

Ισχυρά εκκλησιαστική προσωπικότης ο Μακαριστός, σφράγισε την τοπική εκκλησιαστική ιστορία της Μεσσηνίας. Ακέραιος στις επιταγές του ιερού αξιώματός του, ασκητικός και ιεροπρεπής, παράδειγμα για τους κληρικούς του και τον εμπεπιστευμένο στην διακονία  του λαό. Άγρυπνος φρουρός των παραδόσεων της Εκκλησίας και του Έθνους, υπέρμαχος των δικαίων της Εκκλησίας και της Μητροπόλεώς του, προσεκτικός έως υπερβολής στις απαιτήσεις του λειτουργήματός του και στον τρόπο εκτελέσεως αυτών. Δεν απαιτούσε  μόνον από τους άλλους το «πράττειν», αλλά πρώτος αυτός έδινε το παράδειγμα και τον «τύπον» στο κάθε τι το οποίο έπρεπε να γίνει.

«Χακλέντερος» ως προς την συγγραφή και την μελέτη, άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, αναδεικνύοντας   την τοπική εκκλησιαστική ιστορία του αγαπημένου τόπου καταγωγής του, της Ευβοίας και της ευλογημένης Μητροπόλεώς του, της Μεσσηνίας. Άριστος γνώστης και χειριστής της λογίας Ελληνικής γλώσσης, της σπουδαιότητος της οποίας υπεραμυνόταν.

Επί τεσσαράκοντα δύο έτη εποίμανε την Μεσσηνιακή Εκκλησία «μετ᾿ ἐπιστήμης, ἐπισκοπῶν μή ἀναγκαστῶς, ἀλλ᾿ ἑκουσίως, μηδέ αἰσχροκερδῶς, ἀλλά προθύμως, μηδ᾿ ὡς κατακυριεύων τῶν κλήρων, ἀλλά τύπος γενόμενος τοῦ ποιμνίου» (Α’ Πέτρου, ε’ 2-3). Σεμνός και ιεροπρεπής λειτουργός των Μυστηρίων της Εκκλησίας, δεν έπαυσε μέχρις και αυτής της τελευτής του, να λειτουργεί και να ευλογεί το ποίμνιό του περιοδεύων από άκρου εις άκρον την πυκνοκατοικημένη Μητρόπολή του.  Ο ίδιος έλεγε ότι, εντός πενταετίας περιερχόταν όλες τις Ενορίες της Μητροπόλεως. Επεσκέφθη ποιμαντικώς ακόμα και τα πιο μικρά και απόμερα χωριά και συνοικισμούς της Μητροπόλεως. Γνώριζε και το τελευταίο Παρεκκλήσιο και Εξωκκλήσιο των ενοριών της Μητροπόλεώς του. Η Μητρόπολη ήταν το είναι του και δεν επέτρεπε στον εαυτό του την μη γνώση και των ελαχίστων λεπτομερειών και προβλημάτων της.

Απολάμβανε του σεβασμού και της τιμής του συνόλου των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, της οποίας κατά τα τελευταία έτη της ζωής του ανεδείχθη Πρύτανις. Η εκκλησιαστική του παρουσία και η δραστηριότητά του στα γενικότερα ζητήματα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο σοβαρός λόγος του και οι μετρημένες προτάσεις του αντιμετωπίζονταν με πολύ σεβασμό από τα Μέλη της Ιεραρχίας. Όλα αυτά τον κατέστησαν μία ξεχωριστή προσωπικότητα μέσα στο σώμα της Ιεραρχίας, της λεγομένης παλαιάς Ιεραρχίας, διότι ενσάρκωνε όχι μόνον τα ιδεώδη της Εκκλησίας και της Πίστεως, αλλά και τα Ελληνορθόδοξα ιδεώδη.

Το όνομά του και η μνήμη του θα παραμένουν ανεξίτηλα στον ευλογημένο λαό της Μεσσηνίας, τον οποίο διακόνησε με σοφία και αγάπη, αδιακρίτως και αφειδώς.

Ελάχιστο αντίδωρο των δωρεών των οποίων απελάβαμε από την αγάπη του και από τα σεπτά του χέρια αυτές οι πενιχρές σκέψεις. Κλείνω αυτές τις γραμμές με τους λόγους του σοφού Σειράχ, οι οποίοι αποτυπώνονται πλήρως στο πρόσωπο και το έργο του αειμνήστου και μακαριστού Γέροντός μας, Μητροπολίτου Μεσσηνίας Κυρού Χρυσοστόμου Β’ του Θέμελη: « Τό σῶμα αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ ἐτάφη, τό δέ ὄνομα αὐτοῦ ζῆ εἰς γενεάς, σοφίαν αὐτοῦ διηγήσονται λαοί καί τόν ἔπαινον αὐτοῦ ἐξαγγελεῖ Ἐκκλησία» (Σοφ. Σειράχ, 44, 14-15).

Διαβάστε ακόμα