Γνωρίζουν κάποιοι εκκλησιαστική ιστορία;

Του Ιωάννου Π. Μπουγά, Δρος Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας, Θεολόγου 

Η σημερινή Ελληνική πολιτεία δηλώνει δια στόματος της κυβερνήσεως της, ότι επιθυμεί να ενισχύσει την αυτονομία της Εκκλησίας.

Όμως η νεώτερη εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος διδάσκει ότι από το 1834 και εντεύθεν κάθε κυβέρνηση αυτό δήλωνε, αλλά στην πραγματικότητα συντηρούσε το καθεστώς της «νόμω κρατούσης πολιτείας», μιάς πολιτείας που ήθελε την Εκκλησία ως μία υπηρεσία του κράτους, την οποία μπορεί να διοικεί όπως επιθυμεί κάθε φορά. Το αυτό πράττει και η σημερινή κρατική εξουσία, δηλώνοντας δήθεν, ότι επιθυμεί την συνδιαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Πάντοτε η Πολιτεία, όπως και τώρα εν έτει 2018, πανηγύριζε λέγοντας ότι κατόρθωσε να κερδίσει χρήματα και κτήματα υπέρ του λαού. Στην πραγματικότητα όμως έλεγε ψέματα και κατασπαταλούσαν την περιουσία της Εκκλησίας οι ημέτεροι της κάθε κυβερνήσεως, για να μπορεί να διατηρείται με την εξαγορά των ψήφων κάθε κόμμα στην κυβέρνηση, όπως υπόσχεται η παρούσα κυβέρνηση ότι θα συμβεί με τους διορισμούς, στην θέση των εκδιωχθέντων από το δημόσιο κληρικών.

Θα διοριστούν οι ημέτεροι μελλοντικοί ψηφοφόροι, της υποσχομένης ως συνήθως ψέματα κυβερνήσεως και το τραγικότερο είναι αυτή την φορά : «Ότι το δράμα και το άγχος, τα οποία δοκιμάζομεν ως Εκκλησία και ως Ιεράρχαι, είναι καρπός αφορμών, τας οποίας εδώκαμεν εις την Πολιτείαν…», όπως έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης κατά την συνεδρία της Ιεραρχίας στις 5-10-1963 και που σήμερα τις αφορμές αυτές κάνουν πραγματικότητα ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, της Εκκλησίας της Ελλάδος, Μητροπολίτης Αθηνών κ. Ιερώνυμος και τινές Ιεράρχες.

Ήδη πρὶν από το 1940, αλλά και μέχρι σήμερα: « Τὸ κράτος δὲν αντιμετώπιζε την Εκκλησία ως απόλυτα αυτοδιοικούμενο οργανισμό, ούτε επιθυμούσε να απεμπολήσει τα δικαιώματα-παρεμβάσεις στους μηχανισμούς της. Στις αστικές πολιτικές παρατάξεις επικρατούσε η αντίληψη πώς όφειλαν να έχουν λόγο για τα ζητήματα που αφορούσαν στην Εκκλησία… Επίσης πολλές φορές οι σχέσεις υποτέλειας της Ἐκκλησίας εξυπηρετούσαν απλά και μόνο πελατειακές σχέσεις, καθώς αποτελούσε κοινό τόπο η εν δυνάμει πολιτική επιρροή της ή απηχούσαν τις προσδοκίες τού πολιτικού κόσμου για την εκκλησιαστική νομιμοποίηση των πολιτικών μεταβολών… Ο διοικητικός μηχανισμός τής Εκκλησίας δε της Ελλάδος δεν τοποθετήθηκε απέναντι στην ελληνική πολιτική ζωή με ενιαίο πάντοτε τρόπο και οι αποφάσεις του συνήθως δεν ήταν ομόφωνες». (Θεοδόση Αθ. Τσιρώνη, Εκκλησία Πολιτευομένη, Ο πολιτικός λόγος και ρόλος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος (1913-1941), σελ. 429-431).

Πάντοτε όπως προαναφέρθη το Ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε την Εκκλησία ως φορέα υποδεέστερό του και παραλλήλως πάντοτε υπήρξαν Ιεράρχες, οι οποίοι αντέδρασαν στο ξεπούλημα της Εκκλησίας στην Πολιτεία και μάλιστα οι λόγοι τους αποδείχτηκαν προφητικοί.

Ελάχιστα ερανίσματα απόψεων Ιεραρχών καταγράφονται παρακάτω, από τις συζητήσεις της Ιεραρχίας διαφόρων ετών. Ιεραρχών, οι οποίοι θεωρούσαν το κράτος μόνιμη απειλή και εχθρό της Εκκλησίας. Αρχιερέων που δεν εφιμώνοντο και μιλούσαν ελεύθερα, σε δύσκολες μάλιστα εποχές για τον λαό και την Εκκλησία. (Τα αποσπάσματα από τις ομιλίες των Ιεραρχών καταγράφονται στο έργο του Αρχ. Θεοκλήτου Στράγκα, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος εκ πηγών αψευδών 1817-1967).

Ο Γυθείου Χρυσόστομος Δασκαλάκης κατά την συνεδρία στις 7 Αυγούστου 1945 ανέφερε μεταξύ άλλων: «…Καθὼς δε είναι γνωστόν ημίν η Εκκλησία από της συστάσεώς της εν Ελλάδι υπέστη προσβολάς και επεμβάσεις κατά πρώτον υπό τού Βαυαρού Μάουερ, με την πίστιν όμως εις τα δίκαια αυτής προσεπάθησε μετά παρέλευσιν 100 ετών ν’ αποκτήσῃ αυτοτέλειαν τινά».

Αργότερα στις 15-2-1952, επιτροπή αποτελουμένη από τους: Φθιώτιδος Αμβρόσιο, Σάμου Ειρηναίο και Μεσσηνίας Χρυσόστομο, επεσκέφθηκε τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως Ν. Πλαστήρα. Τον παρεκάλεσε να μην ψηφιστεί από την Βουλή νόμος για την απαλλοτρίωση τής εκκλησιαστικής περιουσίας μέχρις ότου διευθετηθούν κάποια ζητήματα και επέλθει συμφωνία μεταξύ κράτους και Εκκλησίας για την παραχώρηση γης σε ακτήμονες γεωργούς. Ο Πλαστήρας τοὺς διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να θιγεί η εκκλησιαστική περιουσία χωρίς την σύμφωνη γνώμη τής Εκκλησίας.

Βεβαίως οι διαβεβαιώσεις του τότε πρωθυπουργού αποδείχτηκαν ψεύτικες, κάτι το οποίο θα συμβεί και σήμερα, καθότι ο σημερινός εν έτει 2018 πρωθυπουργός της Ελλάδος πολλάκις έχει αποδείξει την μη τήρηση των υπόσχεσεών του και φυσικά αποτελεί κομματικό πρόσωπο και ως εκ τούτου σταθερώς αντι-κείμενο της Εκκλησίας, διότι η πολιτική και ιδιαιτέρως τα κόμματα διχάζουν τον λαό, σε αντί-θεση με την Εκκλησία, η οποία ενώνει τους ανθρώπους.

Στις 18- 9- 1952 η Εκκλησία κατόπιν πιέσεων από κρατικούς παράγοντες υπογράφει «Σύμβασιν περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της … προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων κτηνοτρόφων». Παραχωρεί στο κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων της, με αντάλλαγμα να λάβει το 1/3 της αξίας τους, κάτι το οποίο ποτέ δεν έγινε εκ μέρους τού κράτους μέχρι σήμερα, αντιθέτως η Ελληνική Πολιτεία υφάρπαξε από την Εκκλησία και την υπόλοιπη περιουσία της και σήμερα με δόλιο τροπο προσπαθεί να αρπάξει και ότι έχει απομείνει.

Πριν από αυτή την παραχώρηση συζητήθηκε στην Ιεραρχία το ζήτημα τής εκκλησιαστικής περιουσίας και οι κάτωθι Αρχιερείς ανέφεραν, μεταξύ πολλών:

Ο Λαρίσης Δωρόθεος Κοτταράς : « Η Εκκλησία καίτοι υπέστη τόσας αφαιμάξεις μέχρι του νυν δεν εκουράσθη χορηγούσα και δωρουμένη, ότε δε, και ιδία από του 1917, αφαιρουμένη δια της βίας και του εξαναγκασμού». Σήμερα βεβαίως δεν υπάρχει εμφανής βία και καταναγκασμός, αλλά είναι προφανές ότι για να εξαναγκάσει η Πολιτεία την Εκκλησία να υποκύψει στις διαθέσεις της χρησιμοποιούνται άλλοι τρόποι, (αναφέρονται αυτοί που είναι γνωστοί) όπως ο κατευθυνόμενος διχασμός των πολιτών, η μαύρη προπαγάνδα γνωστό άθλημα των ιδεοληπτικών κάθε κομματικής παρατάξεως και η παραποίηση της πραγματικότητας από μικρόνοες συμφεροντολόγους δημοσιογραφίσκους. Σε λίγο βεβαίως θα κατασκευαστούν και διάφορα σκάνδαλα προκειμένου οι Ιεράρχες και η Εκκλησία να υποκύψει στις απαιτήσεις τής κυβερνήσεως για αφαίμαξη και της ελαχίστης εκκλησιαστικής περιουσίας.

Ο Σερρών Κωνσταντίνος Μεγγρέλης: πρόκειται περί αρπαγής της Εκκλησιαστικής παρουσίας. Ημείς άχρι τούδε γυμνοί παρατηρηταί έχομεν υποχρέωσιν να σώζωμεν την εκκλησιαστική περιουσίαν». Αυτην την υποχρέωση κληροδότησαν οι φωτισμένοι αυτοί Αρχιερείς στους διαδόχους τους και βεβαιως στον σημερινό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ο οποίος κατά τις τελευταίες δηλώσεις του περί συνεργασίας με την σημερινή κυβέρνηση επιδιώκει να θέσει ως σωτήρα της εκκλησιαστικής περιουσίας το σημερινό κράτος.

Ο Πατρών Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος.: Η ασφάλεια είναι δια την Εκκλησίαν η διατήρησις της περιουσίας αυτής» Πάντοτε είχε περιουσία η Εκκλησία και πάντοτε την διατηρούσε για να μπορεί να επιτελεί το έργο της χωρίς να έχει συνδιαχειριστές, οι οποίοι επιθυμούν να καταληστεύσουν αυτή την περιουσία.

Ο Καλαβρύτων Αγαθόνικος Παπασταματίου: «Εάν το Σύνταγμα μελλοντικώς τροποποιηθή ασφαλώς θα φθάσωμεν εκεί μετά 5 η 10 έτη και νέα χειρουργική επέμβασις θα γίνη εις βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας». Όχι μόνο μετά από 5 ή 10 έτη η κομματική κρατική μηχανή στην Ελλάδα επενέβη εις βάρος της Εκκλησίας, αλλά συνεχώς όπως και σήμερα επεμβαίνει με «χειρουργικό» τρόπο.

Ο Μαντινείας Γερμανός Ρουμπάνης: « Πας οιοσδήποτε συμβιβασμός μετά της Πολιτείας μετά την δημοσίευσιν και ισχύν του σημερινού Συντάγματος, βάσει του εκθοδησομένου νόμου, και ο μάλλον επιτυχής απλώς θα καλύψη τας δυσμενέστατας και αρπακτικάς διαθέσεις της πολιτείας ενώπιον του λαού και θα καταστήση συνενόχους τους συνεργούς». Προφανώς ο Μητροπολίτης Γερμανός προλέγει δίκην προφητείας την σημερινή συμβιβασμένη αποψη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία και τον προφητικά τον ονομάζει συνένοχο και συνεργό στο ξεπούλημα της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Ο Κερκύρας Μεθόδιος Κοντοστάνος: « Δεν λησμονούνται όμως τρία τινα: 1) ότι εκ της διαπαργής της εκκλησιαστικής περιουσίας άλλοι, κομματικώς ξυλευθέντες, έγιναν τσιφλικούχοι εις βάρος της Εκκλησίας και των ακτημόνων, 2) ότι τινές, ίνα μη λεχθή οι πλείστοι, των ακτημόνων έλαβον μηδαμινόν μερίδιον εκ των αρπακτικώς απαλλοτριοθέντων, οιονεί πινάκιον, μάλλον δε κόκκους φακής και 3) ότι μηδαμινόν μερίδιον λαβόντες, είτε ένεκα κακής χρήσεως του ληφθέντος, είτε δι’ άλλους λόγους, έμειναν και πάλι ακτήμονες. Το Κράτος ή μάλλον η πολιτική τού κομματισμού, δεν εσκέφθη πώς να προλαμβάνη και να εμποδίζη την απώλειαν των κτημάτων». Αυτό ακριβώς θα συμβεί και σήμερα, εάν η Εκκλησία παραχωρήσει στο κράτος ή και αν ακόμη το βάλει συνδιαχειριστή τής περιουσίας της. Τα κομματικά στελέχη τού κυβερνώντος κόμματος και οι φίλοι του θα καρπωθούν τα κινητά και τα ακίνητα τής ελαχίστης εκκλησιαστικής περιουσίας και θα γίνουν νέοι «τσιφλικούχοι» εις βάρος του ελληνικού λαού.

Αργότερα κατά Σύνοδο τής Ιεραρχίας το 1960 (συνεδρία 6-10-1960) συζητήθηκαν διάφορα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Ο Αττικής Ιάκωβος Βαβανάτσος είπε: « Αγών πάντοτε υπήρχε μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας εις τα θέματα της διοικήσεως της Εκκλησίας. Και η Εκκλησία πάντοτε υπεχώρει προσπαθούσα να επιτύχη ότι το καλλίτερον δι’ εαυτήν». Όποιος διδάσκεται από την εκκλησιαστική ιστορία είναι βέβαιος ότι αυτός ο αγώνας θα συνεχίζεται μέχρις ότου κάποιοι στην Εκκλησία συνειδητοποιήσουν ότι οι υποχωρήσεις έχουν πλέον τελειώσει, διότι κάθε υποχώρηση της Εκκλησίας πάντοτε την εκμεταλλευόταν το κράτος.

Η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος διδάσκει ότι υπήρξαν Ιεράρχες, οι οποίοι πράγματι μὲ τὴν προσωπικότητα τους τις ενέργειες τους, το έργο τους κατόρθωσαν να επηρεάσουν και να επισκιάσουν κάθε πολιτικὴ- κομματική μορφή και να αναδειχθούν κορυφαίοι ηγέτες και έντιμοι κοινωνικοί εργάτες και μέτοχοι των προβλημάτων των ανθρώπων. Δεν υπέταξαν την εκκλησιαστική κοινότητα στις κάθε είδους αρπακτικές διαθέσεις εκάστου κομματάρχου, αλλά, όπως μαρτυρούν τα έργα τους, τους «χρησιμοποίησαν» όλους για να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες που επέτρεπαν στο  ποίμνιό τους να ζήσει εν ελευθερία.

Δεν υπέταξαν την Εκκλησία στην πολιτεία, όταν πολλοί ιδεοληπτικοί πολιτικοί όπως σήμερα, επιδιώκουν τον εγκλωβισμό της στὴν ασφυκτική, συμφεροντολογική κρατική αγκάλη.

Οι Ιεράρχες αυτοί κατόρθωσαν να αναδείξουν την Εκκλησία ως τον παράγοντα εκείνον που διαμορφώνει το κοινωνικὸ γίγνεσθαι, χωρίς ακρότητες και μικροπολιτικά συμφέροντα, αναδεικνυόμενοι πρότυπα για τους μεταγενεστέρους.

Καμμια εμπιστοσύνη δεν πρέπει να έχει η Εκκλησία στους άρχοντες. Αυτό έχει αποδείξει η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος μετά το 1833. Στην ιστορική διαδρομή τής Εκκλησίας τής Ελλάδος γίνεται πραγματικότητα ο λόγος: «μη πεποίθατε επ΄ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία», ακόμη και αν οι άρχοντες αυτοί υπόσχονται αυτονομία, υποδυόμενοι ως και τον Απόστολο Παύλο συμφωνως με τους λόγους του εν έτει 2018 Αρχιεπισκόπου Αθηνών.

 

Διαβάστε ακόμα