“Η Ανάσταση της ισότητας”

Του Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ι. Ν. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας

Η Ανάσταση ως γεγονός που έγινε και ως κάτι που περιμένουμε από το μέλλον, κάτι που άρχισε και θα ολοκληρωθεί με την Ανάσταση των πάντων και την χαρά των πάντων. Ο κόσμος ξανακαλείται στη ζωή μέσα από το θάνατο και πέρα από τη φθορά, στο Πάσχα ως πέρασμα στην καινή ημέρα, εκεί που όλα αρχίζουν από την αρχή, με νέα καρδιά, με νέους λογισμούς με αναστάσιμη αντιμετώπιση των ανθρώπων, των φύλων και των σχέσεων τους.

Στη μαρτυρία που μας δίνει το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, μάρτυρες της Αναστάσεως καταξιώνονται να γίνουν κάποιες τολμηρές γυναίκες, «ανδρόφρονες» – οι οποίες βιώνουν τη μοναδική μέρα, τη «Μιά των Σαββάτων», «προλαβούσαι τον όρθρον», προγενέστερες της αρχής, πέρα από το πηχτό σκοτάδι, πάνω από τον «μέγα σφόδρα» λίθο, πίσω από την απουσία, ανακαλύπτουν την αναπάντεχη έκπληξη της αγάπης που είναι «κραταιά ως θάνατος». Μπροστά τους ο λευκοφορεμένος Άγγελος να τους λέει : «Υπάγετε και είπατε τοις μαθητές αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμας εις την Γαλιλαία, εκεί αυτόν όψεσθε.». Θα ξανασυναντήσουν Εκείνον που είχαν ζήσει και αγαπήσει, για να ξαναμάθουν τη ζωή με νέο αλφάβητο, με νέα μάτια, με νέα καρδιά!

Οι Μυροφόρες δεν βρίσκονται στο περιθώριο αλλά μετέχουν ενεργά στην εξέλιξη του σχεδίου Του για τη σωτηρία των ανθρώπων συμβάλουν αποφασιστικά στο σχέδιο της θείας οικονομίας. Η πίστη τους ακτινοβολεί, είναι ευθύνη σχέσης αφού γίνονται ο σύνδεσμος μεταξύ των μαθητών και του Αναστάντος Κυρίου και Απόστολοι στους Αποστόλους: «Ταις γυναιξίν αποστόλοις εχρήσατο προς τους Αποστόλους σε εκείνους που ήταν μυημένοι». Από κομίστριες μύρων αναδεικνύονται σε Ισαποστόλους του Ευαγγελίου, Ευαγγελίστριες της εμπειρίας της Ανάστασης. Επαναστατικές γυναίκες, που πρωτοστατούν στο άνοιγμα της Εκκλησίας, που διαιωνίζουν την πίστη των έργων, γυναίκες που αναδεικνύουν την ζωή και το κάλλος τους περνάει στον κόσμο, όπως η ομορφιά του Αγίου Πνεύματος.

Αυτές τις μέρες της πανδημίας είδαμε τέτοιες σύγχρονες «ανώνυμες» μυροφόρες που μπορεί να μην κόμισαν αρώματα για να στολίσουν το νεκρό σώμα του Κυρίου Ιησού στους Ναούς αλλά η μητρότητά τους – χωρίς να ζητά θώκους και χωρίς να απαιτεί τιμές, έγινε τρόπος ύπαρξης στα όρια της κατ΄ οίκον εκκλησίας τους. Ανώνυμες Μυροφόρες, με θέση καθοριστική στην οικογένεια, δημιουργοί δημιουργών που συνέχισαν την κατ΄ οίκον ανατροφή κ διδασκαλία των παιδιών τους και αντιμετώπισαν το σπίτι τους, ως επέκταση του Ναού.

Υπήρξαν ανώνυμες εργαζόμενες υπάλληλοι που χωρίς να απαιτήσουν την άμεση αναγνώριση, αφοσιωμένες στη θητεία της υποδοχής μας και εξυπηρέτησής των ευπαθών ομάδων – αυτές τις μέρες στις ουρές και στα ράφια των super markets – ανώνυμες γιατρίνες και νοσηλεύτριες, κοινωνικές λειτουργοί και υπεύθυνες ιδρυμάτων που έκαναν τρόπο ομολογίας της πίστης τους τη φιλανθρωπία, με ιερότητα και έγνοια περιέθαλπαν με αγάπη και κόμιζαν τα φάρμακα στους ασθενείς μαζί με ένα χαμόγελο ιαματικό και αναπαύονταν σε αυτή τη διακονία. Όσο αντίξοες συνθήκες και όσο δύσκολες καταστάσεις και αν ήταν, τόσο πιο έντονα πίστευαν και τόσο περισσότερο προσέφεραν. Γι΄ αυτό ας μας επιτραπεί να τις ευχαριστήσουμε έστω και έτσι έστω και από εδώ για ότι έκαναν, για ότι είναι και σημαίνουν για το σώμα της κοινωνίας και Εκκλησίας. Πίσω από την κοινωνική αλληλεγγύη που αναδύθηκε ήταν η προσφορά τους η καρδιακή, ως πνοή πνευματικής ζωής που αύξησε τα πνευματικά μας αντισώματα. Όσο έχουμε τέτοιες υπάρξεις γεμάτες ζωή, γεμάτες μύρα, που τα προσφέρουν στη ζωή, δε θα έχουμε πάρει διαζύγιο από την ελπίδα.
Στη γυναίκα γίνεται ο Ευαγγελισμός, σε γυναίκα αποκαλύπτει βαθύτατες αλήθειες της πίστης (Αγία Φωτείνή Ισαπόστολος) Γυναίκα είναι η «περιβεβλημένη τον ήλιον», γι΄ αυτό «εκ γυναικός ερρύη τα κρείττω».

Η Ορθόδοξη γυναίκα – πέρα από το «θηλυκό» της ρόλο – πέρα από τον πειρασμό της ανδροποίησης και αυτονόμησής της, δεν μπορεί παρά να εμπνέεται από τον Ιερό Χρυσόστομο που λέει «Τι γαρ οίδας, γύναι, ει και τον άνδρα σώσεις»? δεν θέλει να σωθεί από τον άνδρα, αλλά να γίνει αφορμή σωτηρίας του. Μπορεί να γίνει η επανόρθωση του ανδρικού ζήλου, απαλλάσσοντάς τον από τις ακρότητες της όποιας πόλωσης. Χωρίς να καταλήγει δέσμια στο άρμα του ανταγωνισμού με τον άνδρα, του δείχνει ότι πέρα από την αγάπη για την εξουσία υπάρχει η εξουσία της αγάπης, πέρα από την απαίτηση, η παραίτηση, πέρα από τη ζωή του έξω, τη ζωή του «κρυπτού της καρδίας ανθρώπου», πέρα από την ανδροκρατική επιβολή, το συναίσθημα, πέρα από την ισχύ, υπάρχει η ταπείνωση ως δύναμη της θυσίας, της αγάπης που «ου ζητεί τα εαυτής». Στην Εκκλησία ως Αναστάσιμη κοινωνία, «ουκ ένι Ιουδαίος ουδε άρσεν και θήλυ..», είναι μία η κολυμβήθρα, είναι «Εις ο Ποιητής», μία κλήση στην αγιότητα, ίσοι αγώνες και κοινοί στέφανοι, αλλά όχι ίδιοι. Ειδικά στην εποχή μας που σκοτώσαμε το Θεό εκείνες έχουν το χάρισμα να γεννούν το Χριστό στις καρδιές μας, να γίνουν το αφτιασίδωτο αμήν, η ειλικρινής απόκριση του γένοιτο – στην αληθινή χαρά – του «Γενηθήτω», το Αληθώς Ανέστη στο Χριστός Ανέστη, στην περίοδο που είναι πλημμυρισμένη από το Φως Του.

Σε αυτή τη νίκη του Χριστού, στο αναστάσιμο κάλεσμα «προσέλθετε πάντες» έχουν μερτικό και τα δύο φύλα, που αποτελούν τα δύο σκέλη του ενός διαβήτη, τους δύο πόλους της ανθρώπινης φύσης, αναγκαία για να χαράσσουν τον κύκλο της ζωής και χρέος να σαρκώνουν την δύναμη της αγάπης σε ελπίδα όπως οι Μυροφόρες.

Διαβάστε ακόμα