Η μακρά πορεία της συγχώρησης: Ο πιο σύντομος δρόμος προς τον Θεό

Του Πανοσιολ. Αρχιμ. Τιμοθέου Γεωργίου, Εφημερίου του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαροκόπου Καλλιθέας στο Arxon.gr

Στην αρχή και σε όλη την Σαρακοστή μας προσφέρεται το δώρο της συγχώρησης, εγκαινιάζεται με ότι κάνει τον άνθρωπο να ομοιώνεται με το Θεό. Διότι «το να κάνεις λάθος είναι ανθρώπινο, το να συγχωρείς θεϊκό». Στο Σώμα του Χριστού που παρατείνεται η συγχώρηση, ο Θεός ως Έλεος ως πρόσωπο έχει αλήθεια, μας προτρέπει να κρατούμε την πόρτα της καρδιάς μας ανοιχτή.  Η καρδιά που συγχωρεί, μοιάζει της μεγάλης Εσταυρωμένης αγάπης Του που έχει εμπιστοσύνη στον λόγο του Θεού. Πώς Επιλέγει την συγχώρεση γιατί στο βαθμό που κατανοεί τον εαυτό του, δεν απορρίπτει τον αδελφό και την ερμηνεία του.

Άλλωστε όταν εισέρχομαι στην Εκκλησία που είναι ο τρόπος της συγχώρησης, έρχομαι – έστω για λίγο στην θέση του άλλου, όταν καταφέρνω να ταυτιστώ με τους άλλους και δεν μπορεί να μην παραδέχομαι ότι έχω και εγώ, όπως αυτοί αδυναμίες, συναισθήματα κάνω λάθη, έχω πληγωμένο εγωισμό και απωθημένα. Όταν ανήκω στο Σώμα Εκείνου που θανατούμενος δεν αντεκδικήθηκε, δεν εξαφανίστηκε, αλλά αναστήθηκε και συγχώρησε – μπαίνω έστω και για λίγο στη θέση αυτού που με έχει αδικήσει – δεν γίνεται να μη δεχθώ την πνευματική δυνατότητα να γίνω πιο μεγάλος, ή πως μπορώ να μισήσω μέλος του Σώματος του Χριστού, να μην χωρέσω τον άλλο στο ιερό της καρδιάς, απελευθερώνοντας πρώτα τον εαυτό μου και έπειτα και όσους με πόνεσαν; Να μην τους πω μέσα από την καρδιά μου, είστε ελεύθεροι «συγχωρήσωμεν πάντα»;

Η συγχώρηση πλουτίζει και απαλλάσσει από ότι δεν οδηγεί τα βήματα της ψυχής μας πιο κοντά σε ότι έφτιαξε ο Θεός να είμαι, ειρηνεύει αποδέχεται, εκείνους που έσφαλαν και σφάλλουν και η συγχώρηση γίνεται θεραπευτική πράξη ενότητας. Κάνω χάρη σε εμένα, όταν το παρελθόν δεν γίνεται τροχοπέδη, όταν δεν βαλτώνω στην αδικία του παρελθόντος, αποβάλλω την πανοπλία της μνησικακίας, διακρίνοντας το πρόσωπο από τη συμπεριφορά. Όταν συγχωρώ – φροντίζω εμένα – σταματώ να ασχολούμαι με αυτόν που με έβλαψε και στρέφομαι σε ότι ωφελεί την ψυχή μου. Συγχωρώ, όταν η συκοφαντία δεν με αναστατώνει, όταν δεν παραμένω στην αδικία που μου έγινε και απελευθερώνω δυνάμεις δημιουργικές, όταν επιμένω να φυλάσσω την δύναμη της ευαισθησίας της καρδιάς.  Όταν συγχωρώ, έχω την αληθινή εικόνα για τον άλλον, τον βλέπουμε ως όλο, αναστάσιμο πρόσωπο, βλέπω την εικόνα που του έδωσε αιώνια ο Θεός όχι  αυτή της όποιας παροδικής του αστοχίας.

Στο βαθμό που δεν συγχωρώ, έχω λάθος εικόνα για τον άλλο, τον βλέπω αποσπασματικά – στην εμπαθή γελοιογραφία της εικόνας του, τον εγκλωβίζω στο νυν της πτώσης του.

Είναι πολύ προσωπική η υπόθεση της συγχώρησης, μα στην Εκκλησία παίρνει και κοσμολογικές. Αν και δύσκολο άλλο τόσο και εποικοδομητικό άθλημα για δυνατούς, είναι, βρίσκεται εντός των ορίων των ανθρώπινων δυνάμεων. Έχει να κάνει και με τη δική μας ανάγκη να κερδίσουμε ξανά την εσωτερική μας γαλήνη, να ανακουφισθούμε εμείς οι ίδιοι, από την πιο αναζωογονητική εμπειρία της, που είναι προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο ευχαριστιακό βίωμα.

Αφανής αλλά δυνατή,  ωστόσο προϋποθέτει αυτοεκτίμηση και παραπέμπει σε καρπό αυτογνωσίας, φύεται εν ελευθερία, που χρειάζεται την υπέρβαση του ίδιου του εαυτού, οδηγεί στον απεγκλωβισμό από  πικρία, ενοχή και φόβο του παρελθόντος. Η διαδικασία της συγχώρεσης έχει τον τρόπο και θέλει το χρόνο της, δεν γίνεται αυτόματα, ως επιταγή, καθώς ξεκινάει από την συγχώρηση εαυτού – (η έλλειψη συγχώρησης απέναντι στον εαυτό μας λειτουργεί ανασταλτικά στο να συγχωρήσουμε τον άλλο) και ότι μας χωρίζει από τους ανθρώπους που αγαπάμε εξαφανίζεται όταν τους συγχωρούμε, τους αφήνουμε στην αγάπη Του και αφηνόμαστε και εμείς. Δεν υπάρχουν συγχωρητικές συνταγές, μόνες προϋποθέσεις είναι η εντιμότητα, η ανάληψη ευθύνης ώστε τα αρνητικά συναισθήματα της εκδίκησης να μην έχουν τον τελευταίο λόγο αλλά το σπάσιμο του φαύλου κύκλου του κακού μέσα από το μεγαλείο που οδηγεί στην ελευθερία, καθώς λυτρώνει και ξανακερδίζει τα «χαμένα».

Η συνειδητή διαδικασία της συγχώρησης – βοηθά να ξεφύγουμε από την απολυτοποίηση, μας συμφιλιώνει με την ανθρώπινη ατέλεια, αποφορτίζει από τον πόνο, απαλλάσσει από ψυχικό βάρος.

Ας μην κρίνουμε με όρους νομικισμού το ζήτημα του αν το άλλο άτομο αξίζει ή όχι την συγχώρηση όταν κριτήριο έχουμε την Κυριακή Προσευχή «άφες ημίν …ως και ημείς αφίεμεν..». Σημασία έχει ότι εμείς αξίζουμε την ειρήνη και εστιάζουμε στα θετικά της ζωής μέσα από την συνειδητή απόφαση να αφήσουμε τα αρνητικά συναισθήματα. Ως αποτέλεσμα της συγχώρησης, δεν το έχει ως αυτοσκοπό αλλά μπορεί να συμβάλλει στη μείωση των επιπέδων του στρες και η εξάσκησή στη συγχώρηση δίνει την ευκαιρία να βελτιωθεί η ψυχική και πνευματική υγεία, με το καλό που κάνει η συγχώρεση τόσο στην ψυχή, να φαίνεται και στο σώμα, εξίσου σημαντικό, όπως για παράδειγμα το λιγότερο στρες και η χαμηλότερη αρτηριακή πίεση.

Η εκκλησιαστική συγχώρηση δεν έχει χαρακτήρα επιδερμικό για διακονονισμό ενός ποιοτικά ανώτερου τρόπου προσέγγισης και επίλυσης αντιθέσεων μεταξύ του κοινωνικού συνδέσμου της ζωής των ανθρώπων, ούτε είναι άλλοθι, δεν λειτουργεί διεκπεραιωτικά ως «συγχωροχάρτι», ούτε έχει σχέση με την αμνήστευση. Δεν δικαιολογεί κακές συμπεριφορές αλλά δεν τις αφήνει να βλάψουν. Άλλο η συγχώρηση και άλλος ο σεβασμός των ορίων και η συγχώρηση σέβεται και τηρεί τα όρια.

Μπορεί η αδικία να συνεχιστεί – αυτό δεν αποτελεί λάθος της συγχώρησης, ούτε θα αναστείλει την εκκλησιαστική λειτουργία της. Όύτε είναι θέμα της συγχώρησης η θέσπιση νέων και υγιών ορίων που δεν συνεπάγεται πάντα με το άτομο που μας πλήγωσε, ή πληγώσαμε, ότι θα λύνει, θα υπερασπίζεται ή θα διαχειρίζεται τις ανθρώπινες συμπεριφορές.  

Όσοι συγχωρούν δεν έχουν αυταπάτες ούτε όταν τη διεκδικούν άξια, ούτε όταν την δίνουν ολόψυχα. Ελπίζουν μόνο στην κατανόηση του του εαυτού, ως συγχωρούμενοι και ως συγχωρούντες ανθίζουν μόνο στην υπερβολή συμπάθειας στον πλησίον ώστε να προωθηθεί η αναζήτηση της συγχωρήσεως ενώπιον του Θεού – ενώπιον του οποίου όλοι αμαρτάνουμε – ο προσανατολισμός στη διόρθωση, μέσα από τη σκέπη της Σταυροαναστάσιμης Αγάπης που είναι το κλειδί για την μέλλουσα Βασιλεία…

Διαβάστε ακόμα