Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μέγα Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ὅταν πλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ γεννήσει ἡ Θεοτόκος Μαρία ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Ὀκταβιανός, ποὺ ὀνομάσθηκε Αὔγουστος, διέταξε νὰ ἀπογραφεῖ ὅλος ὁ πληθυσμὸς ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἀχανῆ Ρωμαϊκὴ κυριαρχία καὶ ὁ καθένας ἔπρεπε νὰ πάει στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε. Ὁ Μνήστορας Ἰωσήφ, ποὺ διέμενε στὴν Ναζαρέτ, ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ ἀπογραφεῖ, μαζὶ μὲ τὴν ἑτοιμόγεννη Μαρία, στὴν πόλη τῆς καταγωγῆς του, τὴν Βηθλεέμ. Ὄταν ἔφθασε ἐκεῖ ζητοῦσε ἐπίμονα μέσα στὸ χειμωμιάτικο κρύο κάποιο κατάλυμα, πανδοχεῖο ἢ σπίτι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοὺς ἄνοιγε τὴν πόρτα νὰ τοὺς συμπαρασταθεῖ, νὰ τοὺς φιλοξενήσει ἔστω γιὰ μιὰ βραδιά. «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄ 7).
Ἂν οἱ τσέπες τοῦ Ἰωσὴφ ἦταν γεμάτες χρυσάφι, ὅλοι θὰ ἔσπευδαν νὰ τὸν ἐξυπηρετήσουν, νὰ τὸν φιλοξενήσουν. Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ μάγοι μὲ τὰ δῶρα τους ἦρθαν ἀργότερα, μετὰ διετία, καὶ ὁ καημένος ὁ μαραγκὸς τῆς Ναζαρὲτ δὲν εἶχε τίποτα νὰ προσφέρει. Εὐτυχῶς, τὴν σκληροκαρδία τῶν Βηθλεεμιτῶν ἀντικατέστησαν τὰ γαϊδουράκια καὶ τὰ ζῶα τῆς σπηλιᾶς, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἔκλεισαν ἑρμητικὰ τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν τους σὲ αὐτὸν καὶ στὴν Παναγία μας, «ἔμβρυον φέρουσαν Χριστόν». Σκληρόκαρδοι, συμφεροντολόγοι, ἄσπλαγχνοι ἀφιλόξενοι, παραδόπιστοι ξενοδόχοι, ἀσυγκίνητοι καὶ ἀνάλγητοι ἄφησαν τὴν Παρθένο νὰ κατευθύνει τὰ βήματά της σὲ ἐκεῖνο τὸ ταπεινὸ σπήλαιο, γιὰ νὰ βρεῖ κατάλυμα φυσικὸ καὶ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν θαλπωρὴ τῶν ἀλόγων ζώων, αὐτὴν ποὺ τὰ λογικὰ ὄντα τῆς τὴν ἀρνήθηκαν. Δὲν εἶχαν τὴν μεγαλοκαρδία καὶ τὴν συμπάθεια ποὺ ὄφειλαν σὲ μιὰ νεαρὴ κόρη, ποὺ δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. η΄ 20), ποὺ ζητοῦσε μάταια φιλοξενία καὶ μάλιστα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνος καὶ στὴν κατάσταση τῆς ἐγκυμοσύνης ποὺ βρισκόταν.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες μήπως καὶ ἐμεῖς σήμερα συμπεριφερόμαστε σὰν τοὺς Βηθλεεμίτες; Δὲν ἀνοίγουμε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας στὴν Παναγία μας, ἀφοῦ δὲν θέλουμε ὁ γιός της, ὁ Χριστός μας, νὰ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ τὸν ἄξονα τῆς ζωῆς μας. Δὲν ζοῦμε χριστοκεντρικά! Στὶς συναναστροφές μας μιλᾶμε γιὰ τόσα πράγματα ἄσχετα μὲ τὴν χριστιανική μας ἰδιότητα, γιὰ ποδόσφαιρα, γιὰ θέατρα, γιὰ ταξίδια, γιὰ διασκεδάσεις, γιὰ κόμματα καὶ πολιτικούς. Γιὰ ὅλα συζητοῦμε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χριστό. Γι’ Αὐτὸν οὔτε λέξη, ἀκόμη καὶ τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων Του, τὰ Χριστούγεννα, σὰν νὰ μὴ εἶναι Αὐτὸς τὸ κύριο πρόσωπο τῆς ἑορτῆς. Ὁ Χριστὸς μένει ἔξω καὶ ἀπὸ τὰ θεσμικὰ ὄργανα καὶ τὰ ὁμαδικὰ ἐνδιαφέροντα. Μένει ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια μας, ὅπου οὔτε προσευχὴ γίνεται, οὔτε λατρεία προσφέρεται, οὔτε Εὐαγγέλιο διαβάζεται, οὔτε δεικνύεται ἀγάπη δι’ ἔργων ἐνεργουμένη, οὔτε ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας ὑπάρχει.
Στὸν σημερινὸ κόσμο ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ διωγμένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἁπλοὺς πολίτες, ἀλλὰ καὶ τοὺς κυβερνῶντες. Δὲν εἶναι ἀρεστὸς στὰ διοικητήρια, στὶς κυβερνήσεις, στὰ κοινοβούλια, στοὺς διεθνεῖς ὀργανισμούς, ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ ἀλαζόνες, οἱ κούφιοι, οἱ στιγματισμένοι. Γιὰ τὴν Παναγία μας καὶ τὸν Χριστό μας, ὅπως τότε στὴν Βηθλεέμ, ἔτσι καὶ σήμερα δὲν ὑπάρχει θέση στὶς καρδιές μας! Εἴμαστε νέοι Βηθλεεμίτες καὶ δὲν τοὺς προσφέρουμε κατάλυμα. Δὲν ἔχει θέση ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο μας. Φαινομενικὰ γιορτάζουμε μιὰ Χριστιανικὴ γιορτὴ βαρυφορτωμένοι ἀπὸ μέριμνες, καταστόλιστοι ἀπὸ λαμπιόνα, γιρλάντες καὶ φῶτα, καὶ βαρυστομαχιασμένοι ἀπὸ τὴν πολυφαγία. Στὴν πραγματικότητα θεραπεύουμε τὰ πάθη μας, τὶς ἀδυναμίες μας σὰν εἰδωλολάτρες μὲ πρόσχημα χριστιανικό. Γιὰ προσφορὰ ἀγάπης, ἐλεημοσύνη, συμπαράσταση σὲ πάσχοντες, ἐμπερίστατους, φτωχούς, οὔτε λόγος νὰ γίνεται. Καὶ ἂν προσφέρουμε κάτι ἐλάχιστο εἶναι ἀπὸ τὸ περίσσευμά μας καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας. Μάλιστα τὸ προσφέρουμε ἐπιδεικτικὰ νομίζοντας ἔτσι ὅτι ἐκπληρώνoυμε τὸ χριστιανικό μας καθῆκον καὶ ἂς σπαταλοῦμε ἀμύθητα ποσὰ σὲ ψυχοκτόνες διασκεδάσεις. Τὰ κάλαντα, εὐτυχῶς, ὑπάρχουν ἀκόμη, νὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι «ἐκ τῆς Περσίας ἔρχονται τρεῖς Μάγοι μὲ τὰ δῶρα», γιὰ νὰ τὰ ἀποθέσουν στὰ πόδια τοῦ πάμφωχου νεογέννητου Βασιλιᾶ. Ἔρχονται καὶ τὰ ἀποθέτουν δηλώνοντας ἁπλᾶ καὶ ταπεινὰ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑποταγὴ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως στὴν ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴν ποὺ ἀρνούμαστε οἱ σύγχρονοι ἀλαζόνες καὶ φαντασμένοι ἐπιστήμονες καὶ τεχνοκράτες καὶ δυστυχοῦμε, ζώντας μὲ τὸν φόβο τῆς χρεωκοπίας καὶ τοῦ θανάτου. Ἀπευθυνόμαστε γιὰ βοήθεια στὴν χρεωκοπία τῶν κρατῶν μας στὸ ΔΝΤ καὶ ὄχι στὸν ΔυΝαΤὸ Θεό μας, ποὺ μᾶς προσφέρει τὴν αἰώνια Ζωὴ καὶ ἀγαλλίαση.
Καὶ ὡς ἀφιλόξενοι Βηθλεεμίτες οὔτε λόγο κάνουμε περὶ φιλοξενίας προσώπων, γιατὶ ἔχουμε κλεισθεῖ στὸν ἑαυτό μας καὶ χρόνος δὲν ὑπάρχει γιὰ ἄλλους, οὔτε γιὰ συγγενεῖς, θεωρώντας τὴν φιλοξενία βάρος. Ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη ἔχει ἐξαφανισθεῖ καὶ ἔχουμε ξεχάσει τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τῆς φιλοξενίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε» (Ἑβρ. ιγ΄ 2).
Ξεχάσαμε ὅτι εἶναι μεγάλη ἀρετὴ ἡ φιλοξενία, ἀπόρροια κενωτικῆς ἀγάπης. Οἱ φιλόξενες οἰκογένειες εὐλογήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ συχνὰ φιλοξένησαν στὰ σπίτια τους ἁγίους, χωρὶς τότε νὰ τὸ γνωρίζουν. Ὁ προπάτορας Ἀβραὰμ ποὺ ἀποτελεῖ παράδειγμα φιλοξενίας ἀξιώθηκε νὰ φιλοξενήσει στὴν Χεβρώνα, κατὼ ἀπὸ τὴν Δρῦ τὴν Μαβρῆ τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἐμεῖς σήμερα δὲν ἀξιωνόμαστε τέτοιας φιλοξενίας, γιατὶ μοιάζουμε μὲ τοὺς ἰδιοτελεῖς Βηθλεεμίτες.
Οἱ οἰκογένειες τῶν Βηθλεεμιτῶν θὰ μποροῦσαν ἔστω γιὰ ἕνα βράδυ νὰ περιορισθοῦν στὰ σπίτια τους καὶ νὰ κάνουν χῶρο φιλοξενίας στοὺς ἐπισκέπτες τῆς πόλεώς τους. Δὲν τὸ ἔκαναν, γιατὶ δὲν εἶχαν θυσιαστικὸ πνεῦμα. Ἐμεῖς ποὺ σήμερα θέλουμε νὰ ὀνομαζόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ μὴν προσβάλλουμε μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας τὸν Χριστό μας, ἔχουμε τὴν διάθεση νὰ κάνουμε θυσίες γιὰ νὰ δώσουμε λίγη χαρὰ στοὺς γύρω μας; Ἔχουμε διάθεση νὰ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας σὲ Αὐτὸν ποὺ μᾶς τὴν κρούει καὶ περιμένει νὰ τοῦ τὴν ἀνοίξουμε λέγοντάς μας: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20).Ἔχουμε διάθεση νὰ θυσιάσουμε κάτι ἀπὸ τὸν προσωπικό μας χρόνο, τὶς ἀνέσεις μας καὶ τὶς ἀπολαύσεις μας γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν ἐμπερίστατων συνανθρώπων μας; Ὅταν οἱ ἄλλοι πονοῦν, εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουμε κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας, γιὰ νὰ τοὺς ἁπαλύνουμε τὰ ἄλγη;Ὅταν κάποιοι διέρχονται ἡμέρες δοκιμασίας, εἴμεθα πρόθυμοι να σπεύσoυμε κοντά τους, νὰ κοπιάσουμε γι’ αὐτούς, νὰ τοὺς προσφέρουμε γιὰ τὶς ἄμεσες ἀνάγκες τους ὑλικὴ βοήθεια; Ὅταν κυρίως, ἡ ψυχή τους εἶναι βυθισμένη στὸ σκοτάδι τοῦ ἀγνωστικισμοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας, χωρὶς ἀκτῖνες πίστεως ποὺ εἰρηνεύει, φωτίζει, δυναμώνει, ἁγνίζει καὶ ζωοποιεῖ, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ τρέξουμε, νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀλλάξουμε τὴν ροὴ τῆς καθημερινότητός μας, νὰ χάσουμε τὸν ὕπνο μας, νὰ ξεχάσουμε τὴν διασκέδασή μας, ἀκόμη καὶ νὰ πονέσουμε, γιὰ νὰ συνδράμουμε στὴν εὐτυχία, στὴν σωτηρία τῶν ἄλλων; Μήπως κοιτάζουμε μόνο τὸν ἑαυτό μας, τὴν οἰκογένειά μας, τὸ στενό μας περιβάλλον ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ μεγάλο,μέσα στὸ ὁποῖο καὶ «ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζ΄ 28); Μήπως ἀφήσαμε πόρτες ἀνοιχτὲς καὶ παράθυρα ἀνασφάλιστα καὶ τὰ ἀπόνερα τῆς κοσμικῆς κοινωνίας μπαίνουν στὸἐσωτερικὸ τῆ ψυχῆς μας. Δυστυχῶς, σβήσαμε τὸ καντηλάκι στὸ εἰκονοστάσι καὶἀνάψαμε τὴν τηλεόραση στὸ πιὸ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ μας. Τὰἄσεμνα θεάματα καὶ οἱἀνήθικες συζητήσεις ἔγιναν καθημερινότητα μέσα ἀπὸ τοὺς ὑπολογιστὲς καὶ τὰ κινητά μας τηλέφωνα. Ἡ οἰκογένεια ἀποξενώθηκε καὶ γίναμε ξένοι μέσα στὸἴδιο μας τὸ σπίτι. Ἡἀγάπη πάγωσε καὶ οἱἄσχημες συνήθειες ἔγιναν βίωμα. Οἱ φιλονικίες, οἱ διαμάχες καὶ οἱ χωρισμοὶ κυριαρχοῦν καὶἀποτρέπουν τὸν Κύριο νὰ κατοικήσει ἀνάμεσά μας.
Ἀλλὰ καὶἡ ζωὴ μας μέσα στὸν κόσμο φαίνεται νὰἔχει ἐκτραπεῖἀπὸ τὸν προορισμό της. Γεμίσαμε μὲ βιοτικὲς μέριμνες καὶφροντίδες, ποὺ πλέον νιώθουμε νὰ μᾶς πνίγουν. Χάσαμε τὸνπροσανατολισμό μας. Ὁ καθημερινός μας ἀγώνας ἔχει ὡς μοναδικὸστόχο τὴν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τὸ γρήγορο καὶ χωρὶς κόπο κέρδος ἀποτελεῖ διαρκῆ στόχο. Οἱἀρετὲς τῆς τιμιότητας, τοῦ σεβασμοῦ καὶ οἱἀξίες τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀξιοκρατίας κλείστηκαν στὸ χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας. Ἀποτελοῦν ἀπαρχαιωμένα ἰδανικά, ποὺ στέκονται ἐμπόδιο στὸν ἄμετρο πλουτισμό μας. Νιώθουμε δυνατοὶ καὶ αὐτόνομοι ἔχοντας χρήματα, δόξα, ἡγεσία. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει θέση πιὰ στὴν ζωή μας. Δὲν χωράει πουθενά. Δὲν ἔχουμε χρόνο νὰἀσχοληθοῦμε μαζί Του. Ὅμως, χωρὶς Χριστὸἡ ψυχὴ μας ἀγρίεψε. Τὰ πρόσωπά μας σκυθρώπιασαν καὶ τὸ βλέμμα μας σκοτείνιασε. Ἡ ζωὴ μας γέμισε μὲ ταραχὴ καὶἄγχος. Χάσαμε τὴν Εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ προσπαθοῦμε μάταια νὰ βροῦμε ἀντίδοτα γαλήνης καὶἠρεμίας. Τοποθετήσαμε τὸν ἑαυτό μας πάνω ἀπὸὅλους καὶἀπὸὅλα. Τὸ «ἐγὼ» μας προβάλλεται κάθε στιγμὴ καὶἡὑπερηφάνεια καὶἡἀλαζονεία μᾶς χαρακτηρίζουν. Ἡἀγάπη μας πρὸς τὸν συνάνθρωπο ἐνδύθηκε τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ συμφέρον. Σὰν τοὺς Βηθλεεμίτες, σφραγίσαμε καὶἐμεῖς τὶς δικές μας πόρτες, ἀφήνοντας ἔξω τὸν Χριστό. Ψάχνει ὁ Κύριος λέγοντας: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἂλλ ἢἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶἠσύχιον» (Ἠσ 66,2). Ἀναζητᾶἁπλὲς καὶ ταπεινὲς ψυχὲς ποὺ προσπαθοῦν καὶἀγωνίζονται νὰ κρατοῦν ἀνοιχτὴ γι’ Αὐτὸν τὴν πόρτα τοῦ δικοῦ τους πανδοχείου. Ἀπογοητευτικὴ ἡ διαπίστωση, ἀλλὰ ἀναστρέψιμη. Οἱ Βηθλεεμίτες εἶχαν ἰσχυρὸ τὸ ἐλαφρυντικὸ τῆς πιθανῆς ἄγνοιας τῶν πληροφοριῶν. Ἐμεῖς, ὅμως, σήμερα, μὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς τεχνολογίας, ἔχουμε πληροφορίες σαφῶς γνωστὲς καὶ προσβάσιμες. Γιὰ καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ γιορτάζουμε πανηγυρικὰ τα γενέθλια τοῦ Χριστοῦ μας, τίθεται κομβικὸ τὸ ἐρώτημα:
Ἐγὼ ἄραγε, σὲ ποιά κατηγορία ἀνήκω;
Θὰ προσεγγίσω μὲ πίστη τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ μας, θέλοντας νὰ εὐαρεστήσω Αὐτόν, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό, ἢ θὰ τὸν προσπεράσω ἀκούγοντας τὶς σύγχρονες σειρῆνες τῆς ἰδιοτέλειας καὶ τῆς καλοπεράσεως, ποὺ ὅσο γλυκύλαλες εἶναι τόσο μᾶς ὁδηγοῦν στὸν αἰώνιο θάνατο;
Μποροῦμε ἀπὸ Βηθλεεμίτες νὰ γίνουμε ζηλωτὲς τοῦ Ἀβραάμ, νὰ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ βρεθοῦμε κάποτε στὴν ἀγκαλιά του. Τὴν ἀλλαγὴ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε μόνοι μας. Χρειάζεται ἡ συνέργεια τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ μᾶς φέρνει τὴν καλὴ ἀλλοίωση ἀρκεῖ νὰ τοῦ τὸ ζητήσουμε. Ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἂς γίνει ἡ ἀπαρχή. Καὶ Ἐκεῖνος, τὸ νεογέννητο βρέφος, θὰ εὐφρανθεῖ καὶ ἐμεῖς θὰ νοιώσουμε τὴν πραγματικὴ χαρὰ ποὺ οἱ ἡμέρες αὐτὲς μᾶς δίνουν, ἀλλὰ καὶ μόνιμη ἀγαλλίαση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα.