Οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις του Θεού

Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Δρ., Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ

Κομβικό στοιχείο της Μεγάλης Εβδομάδας και κεντρικός άξονας της διδασκαλίας του Ευαγγελίου είναι η ταπείνωση. Το ανυπέρβλητο πρότυπο ταπείνωσης είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος έλαβε την ανθρώπινη σάρκα και ταπεινώθηκε προκειμένου να συναντήσει τον άνθρωπο και τον απαλλάξει από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Επομένως, ένας από τους λόγους για τους οποίους έλαβε ο Θεός την ανθρώπινη φύση ήταν για να διδάξει στον άνθρωπο ότι προϋπόθεση για την Ανάσταση είναι όχι μόνο η Σταύρωση, αλλά και η ταπείνωση ως ένα είδος «σταύρωσης» του εγωισμού και της αμαρτωλότητάς μας. Ουσιαστικά, η Εκκλησία προβάλλει επανειλημμένα, είτε μέσω προσώπων είτε μέσω παραβολών, την ταπείνωση έως και τη Μεγάλη Τετάρτη, ενώ από τη Μεγάλη Πέμπτη έως την Ανάσταση το πρότυπο και ο διδάσκαλος της ταπείνωσης, ο Ιησούς Χριστός, διδάσκει με τη δική Του ταπείνωση τον άνθρωπο.

Κατά τη Μεγάλη Τετάρτη η Εκκλησία προβάλλει τη μορφή της «Πόρνης γυναικός», η οποία άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου λίγες ημέρες πριν το Πάθος. Η παρουσίαση αυτής της μορφής, η οποία δεν ταυτίζεται ούτε με την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή ούτε ασφαλώς με την μοναχή υμνογράφο Κασσιανή, στοχεύει ακριβώς στην υπενθύμιση ότι ένας από τους λόγους της Ενανθρώπησης του Θεανθρώπου ήταν η διδασκαλία της ταπείνωσης ως το μέσο εκείνο για την επίτευξη του μεγάλου στόχου, δηλαδή της πλήρους κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό. Το παράδειγμα της ανώνυμης Πόρνης γυναίκας, η οποία από την ασωτία και έχοντας μισήσει τα αισχρά έργα της αμαρτίας δεσπόζει στην υμνολογία της ημέρας. Ο λόγος είναι προφανής· η γυναίκα αυτή πετυχαίνει με τα δάκρυά της να λυτρωθεί από τις αμαρτίες του βίου της επειδή με συντριβή καρδιάς και ειλικρίνεια αναζήτησε τη συγχώρηση από το Θεό. 

Στον αντίποδα της μετάνοιας της αμαρτωλής γυναίκας στέκεται η φιγούρα του Ιούδα, ο οποίος αιτιολόγησε την παρουσία του Κυρίου στη γη με κοσμικά κριτήρια. Πιο συγκεκριμένα, ο Ιούδας προσέβλεπε στην έλευση ενός κοσμικού άρχοντα ο οποίος θα έδιωχνε τους Ρωμαίους από την Παλαιστίνη και θα αποκαθιστούσε το κράτος και την ισχύ του Δαβίδ. Μάλιστα, η προσδοκία της ελεύσεως αυτού του ισχυρού ηγέτη είχε τροφοδοτήσει στον Ιούδα τη βλέψη ότι θα αναλάμβανε τη διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων του «νέου Ισραήλ», από τη στιγμή κατά την οποία στον κύκλο των δώδεκα μαθητών διαχειριζόταν τα οικονομικά της ομάδας. Επομένως, το κοσμικό κριτήριο τον οδηγεί να κατηγορήσει την ανώνυμη Πόρνη ότι σπατάλησε χρήματα για την αγορά του μύρου, προβάλλοντας ένα προσωπείο κοινωνικής μέριμνας, χωρίς και ο ίδιος να πιστεύει τα όσα έλεγε.

Η προβολή των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων περιπτώσεων έχει συγκεκριμένο λόγο και υπηρετεί έναν ορισμένο σκοπό· ο λόγος είναι να αντιληφθεί το σώμα της Εκκλησίας το μεγαλείο της μετάνοιας και το ευτελές της καιροσκοπίας. Ο σκοπός είναι να συνειδητοποιήσουμε από κοινού πως η ειλικρινής, όχι η προσχηματική, ταπείνωση είναι εκείνη η οποία θα ελκύσει το έλεος του Θεού. Με άλλα λόγια, η Εκκλησία τη Μεγάλη Τετάρτη τονίζει ότι ο Θεός είναι αγάπη, αλλά είναι και δικαιοσύνη. Η αγάπη του Θεού δεν έχει όρια και παρέχει ευκαιρίες σε όλους τους ανθρώπους, όπως συνέβη τόσο με την Πόρνη όσο και με τον Ιούδα. Αμφότεροι είχαν την ευκαιρία τους να πλησιάσουν το Θεό· ωστόσο, «ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον, αὕτη τὸν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο, αὕτη ἠλευθεροῦτο, καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ». Ο Θεός δεν γνωρίζει από επιλεκτικότητες ή διακρίσεις όπως εμείς οι άνθρωποι. Ο Θεός δεν γνωρίζει από συμφέροντα ή από «ομάδες» ή από προσωπικές «ατζέντες» και στοχευμένες ενέργειες των ανθρωπίνων βλέψεων. Συνεπώς, η Πόρνη και ο Ιούδας αξιώθηκαν να αντικρίσουν τον Λυτρωτή· η Πόρνη Του προσέφερε τη μετάνοιά της ως δώρο, ενώ ο Ιούδας προσέφερε την προδοσία.

Η Πόρνη έσπευσε με πίστη στον Ιησού Χριστό, ενώ ο Ιούδας έσπευσε να ενταχθεί στον κύκλο των μαθητών με γνώμονα το συμφέρον του. Κοινή συνισταμένη στις δύο περιπτώσεις είναι το «γιατί» το οποίο προσδιορίζει τις πράξεις τους και τους έδωσε τη δύναμη να τις τελέσουν. Η Πόρνη πλησίασε τον Δεσπότη γιατί αναγνώρισε το Θεό και τη λύτρωσή της από την αμαρτία και τα έργα του σκότους. Ο Ιούδας πλησίασε τον Μεσσία γιατί τον εξέλαβε ως ένα θαυματοποιό, ο οποίος θα διέλυε τη ρωμαϊκή εξουσία. Τα δύο κίνητρα έχουν το καθένα τη δική του δυναμική, η οποία συγκρούεται κατά τη Μεγάλη Τετάρτη· το «γιατί» της Πόρνης συναντά το λόγο της Σάρκωσης του Θεού και αποβαίνει σωτήριο για την ανώνυμη γυναίκα, σε αντίθεση με το «γιατί» του Ιούδα, το οποίο μεταβάλλεται σε μίσος, μετασχηματίζεται στην Προδοσία, μεταπλάθεται σε μεταμέλεια και καταλήγει στην αυτοκτονία. 

Εν κατακλείδι, ο Άγιος Λουκάς επίσκοπος Συμφερουπόλεως, μας επισημαίνει ότι ο Κύριος εκτίμησε την καθαρή αγάπη Πόρνης, την οποία (αγάπη) οφείλουμε να μιμηθούμε στην πορεία μας για τη Σταύρωση των δικών μας Παθών και την Ανάστασή μας στην Ουράνια Βασιλεία. Ο Θεός έγινε άνθρωπος γιατί θέλησε να σώσει το πλάσμα Του μέσα από τη διδασκαλία της ταπείνωσης και της μετάνοιας. Η Πόρνη πέτυχε την άφεση των αμαρτιών της γιατί προσήλθε με συντριβή καρδίας και μετάνοια. Ο Ιούδας «πέτυχε» να απολάβει την καταδίκη του γιατί έσπευσε να προσκολληθεί στον Κύριο με κοσμικά κριτήρια. Συνεπώς, ας αναλογιστούμε τις δύο προβαλλόμενες περιπτώσεις και ας συμψάλλουμε με τη μοναχή Κασσιανή «Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει· καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις», Αμήν!

Διαβάστε ακόμα