«Δίκαιος κράτωρ ὤφθη – ἠτεῖτο σὲ προσκαίρου βασιλείας τιμὴν»

Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Μ.Δ.Ε. Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

«Τὴ ἁ­γί­α καὶ με­γά­λη Δευ­τέ­ρα μνεί­αν ποι­ού­με­θα τοῦ μα­κα­ρί­ου Ἰ­ω­σὴφ τοῦ παγ­κά­λου…»[1]. Στην έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας, στο «Συναξάριο» του Τριωδίου, η αγία μας Εκκλησία προβάλλει την μνήμη ενός προσώπου από την Παλαιά Διαθήκη, του Ιωσήφ του καλουμένου «παγκάλου». Σε επόμενο σημείο της ακολουθίας, στα λεγόμενα «Απόστιχα» του όρθρου της ημέρας, προβάλλεται η φιγούρα της μητέρας των υιών Ζεβεδαίου η οποία «ἠ­τε­ῖτο σὲ προ­σκαί­ρου βα­σι­λεί­ας τι­μὴν τοῖς ἐ­αυ­τῆς δω­ρή­σα­σθαι τέ­κνοις»[2]. Από τη μία πλευρά ένα πρόσωπο προερχόμενο από την Παλαιά Διαθήκη το οποίο θεωρείται «τύπος» του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού[3] και από την άλλη ένα περιστατικό ερχόμενο από την Καινή Διαθήκη και συγκεκριμένα από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου[4] στο οποίο μια μητέρα που σαφώς επιθυμεί το καλύτερο για τα παιδιά της, εντούτοις το εκφράζει με μια φυσιολογική επιθυμία η οποία ήταν σε αντίθεση με το κήρυγμα του Θεανθρώπου[5].

Εδώ εγείρεται το εξής ερώτημα: ποια είναι η κοινή συνισταμένη αυτών των δύο περιστατικών; Όπως είναι ευρέως γνωστό, μια από τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης είναι ο πόθος περί εξουσίας. Η Εκκλησία μας προβάλλει την απάντηση στην αδυναμία αυτή μέσα από τον πάγκαλο Ιωσήφ. Στο Κοντάκιο της ημέρας, το οποίο είναι τονισμένο σε ήχο πλάγιο του Τετάρτου, εκεί ο αναγνώστης αρχικά αφηγείται την σκηνή του προπάτορα Ιακώβ που θρηνούσε την εξαφάνιση του υιού του Ιωσήφ όπως αυτή περιγράφεται στο βιβλίο της Γενέσεως[6]. Μέσα από αυτήν την ευχάριστη και ταυτόχρονα δυναμική αφηγηματικότητα[7] που ο ήχος αυτός της εκκλησιαστικής μελοποιίας αποπνέει ώστε να αφυπνιστούμε πνευματικά, μαθαίνουμε ότι ο Ιωσήφ, αν και υπόδουλος στο σώμα στον αιγύπτιο άρχοντα Πετεφρή – στην ψυχή δε αδούλωτος, αρνήθηκε να ενδώσει στην σαρκική ανομία της γυναίκας του αφέντη του[8]. Η άρνηση του αυτή μπορεί να του προκάλεσε, κατά μεν την ανθρωπότητα τις γνωστές περιπέτειες, κατά δε τη Θεότητα, του χάρισε όχι μόνο τον φθαρτό θρόνο της Αιγύπτου αλλά και τον άφθαρτο στέφανο της Ουράνιας Βασιλείας. Το γεγονός ότι ένας απλός σκλάβος αναβιβάστηκε σε διοικητή μιας κραταιάς κοσμικής αυτοκρατορίας είναι όντως θαυμαστό και καλό με συνέπεια η αντίστοιχη αφήγηση του να ευχάριστη[9] και παράλληλα προτρεπτική για την δική μας ωφέλεια και πνευματική πρόοδο.

Από την άλλη πλευρά, προβάλλεται η βούληση της μητέρας των υιών Ζεβεδαίου. Προβάλλεται μέσα από τη χρήση του ήχου πλαγίου του Πρώτου. Ο υμνωδός «ενδύει» μουσικά το κείμενο χρησιμοποιώντας τον ήχο αυτό καθώς «θρη­νω­δὸς εἰ σὺ καὶ φι­λοι­κτίρ­μων ἄ­γαν»[10]. Ο υμνωδός θρηνεί για την απαίτηση της μητέρας (και κατ’ επέκταση και ολόκληρης της ανθρωπότητας) καθώς εκείνη δεν μπορούσε να κατανοήσει με την πενιχρή ανθρώπινη διάνοια τόσο τη Θεότητα του Ιησού Χριστού όσο και το ότι η εξουσία, περί της οποίας ο Χριστός κήρυττε, δεν προερχόταν από αυτόν τον φθαρτό και πρόσκαιρο κόσμο.

Από τα δύο αυτά παραδείγματα συμπεραίνουμε τα εξής: από τη μία πλευρά βλέπουμε στην Παλαιά Διαθήκη έναν άνθρωπο που διέφυγε την ηδονή της σάρκας κρατώντας τη διάνοια του σταθερή στη πίστη του πατέρα του Ιακώβ και του προπάτορα του Αβραάμ με αποτέλεσμα να αναβιβαστεί σε ανώτερα κοσμικά διοικητικά αξιώματα έχοντας ως «αναβιβαστικό μοχλό» την ταπείνωση. Από την άλλη πλευρά βλέπουμε στο Κατά Ματθαίον μια γυναίκα, μια μητέρα που θέλοντας το καλύτερο για τα παιδιά της ποθεί μια εξουσία την οποία κανένας θνητός δεν μπορεί να διαχειριστεί επειδή ακριβώς δεν μπορεί να την κατανοήσει. Έτσι συγκρούεται η μη επιθυμία απόκτησης εξουσίας που όταν ο Θεός επέτρεψε να αποκτήσει ο ταπεινός και ευτελής (στα μάτια της γυναίκας του Πετεφρή) Ιωσήφ προκάλεσε τη συνετή άσκησή της, με την παράλογη ή και αφελή επιθυμία άσκησης μιας εξουσίας που δεν ήταν κατανοητή η φύση και η προέλευση της.

Υπάρχει και ένα τρίτο παράδειγμα, ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στο δεύτερο στη σειρά των Αποστίχων κείμενο, επίσης τονισμένο σε πλάγιο του Πρώτου ώστε να αναδειχθεί ο άμετρος οίκτος και η άπειρη φιλευσπλαγχνία του Δημιουργού μας, ο υμνογράφος προβάλλει τον Ιησού να απευθύνεται στους μαθητές Του σκιαγραφώντας και ξεδιπλώνοντας την εικόνα του αληθινού και φιλανθρώπου άρχοντα. Σύμφωνα με τον Θεάνθρωπο, εκείνος που αληθινά θέλει να εξουσιάσει, είναι εκείνος που θέλει αληθινά να διακονήσει τον συνάνθρωπο του. Εκείνος που αληθινά επιθυμεί τα πρωτεία, εκείνος πρέπει να είναι ο διάκονος όλων των κατωτέρων του. Εκείνος που θέλει πραγματικά να είναι άρχοντας, πρέπει να είναι ταυτόχρονα και αρχώμενος! Πόσο ρηξικέλευθη η διδασκαλία αυτή του Κυρίου! Και συνεχίζοντας ο υμνογράφος τοποθετεί τον Κύριο της Δόξης να εξηγεί ποιος είναι ο αληθινός εξουσιαστής, εκείνος που ήλθε για να θυσιαστεί ώστε το πλάσμα Του, ο εξουσιαζόμενος υπό Αυτόν, ο πρωτόπλαστος Αδάμ και μαζί με αυτόν σύμπασα η ανθρωπότητα να επανέλθει εκεί που ανήκει, στην Ουράνια Βασιλεία όπου εκεί ο Άρχων της Ειρήνης θα είναι όντως «προκριθείς και ἒσχατος», εκεί που θα πραγματοποιηθεί το «δεῦτε πρὸς μὲ πάν­τες οἱ κο­πι­ῶν­τες καὶ πε­φορ­τι­σμέ­νοι κα­γῶ ἀ­να­παύ­σω ὑ­μᾶς»[11], εκεί που ο πάγκαλος Ιωσήφ μας καλεί με το παράδειγμα του να τον συναντήσουμε και να γευτούμε από κοινού την «τῶν κα­λῶν θη­μω­νί­α[12]», Αμήν.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, τ. Α΄ – Ζ΄, Αθήνα, (2)2009.

Η Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (εκδ.), Αθήνα, 2007.

Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος: Ανδρέα Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος, Ερμηνευτικό σχόλιο στην υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδος, Αθήνα, 1998.

Χρυσάνθου, Θεωρητικόν: Χρυσάνθου του εκ Μαδύτων, Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, (κριτική έκδοση Γεώργιος Ν. Κωνσταντίνου), Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 2007.

[1] Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς, τ. Α΄, σ. 193.

[2] Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς, τ. Α΄, σ. 201.

[3] Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος, σ. 33.

[4] Κατά Ματθαίον, 20, 20-22.

[5] Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος, σ. 51.

[6] Γενέσεως 37, 31-36.

[7] Χρυσάνθου, Θεωρητικόν, σ. 449, «Ἀ­νευ­ρύ­νεις σὺ τοὺς κρο­τοὺς τῶν ἀ­σμά­των»

[8] Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος, σ. 58.

[9] Χρυσάνθου, Θεωρητικόν, σ. 449, «ὡς ἐν σε­αυ­τῶ πᾶν κα­λὸν μέ­λος φέ­ρων».

[10] Χρυσάνθου, Θεωρητικόν, σ. 411.

[11] Κατά Ματθαίον, 11, 28-29.

[12] Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς, τ. Α΄, σ. 193.

Διαβάστε ακόμα