“Η «αθάνατη – μυστική» τράπεζα”, του θεολόγου Παντελή Λεβάκου

Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Μ.Δ.Ε. Θεολογικής σχολής ΕΚΠΑ

Αναλογιζόμενος ο ιερός Χρυσόστομος το ένα εκ των τεσσάρων γεγονότων που προβάλλονται από την Εκκλησία στον όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης, αποφασίζει να μέσα από την μελίρρυτη γραφίδα του να μας προτρέψει ως εξής: Ἀλλὰ μὴ γένῃ κατηφὴς, ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς παρεδόθη· μᾶλλον δὲ γενοῦ κατηφὴς, καὶ κλαῦσον πικρῶς, ἀλλὰ μὴ ὑπὲρ τοῦ παραδοθέντος Ἰησοῦ, ἀλλ’ ὑπὲρ τοῦ προδότου Ἰούδα. Ὁ μὲν γὰρ παραδοθεὶς τὴν οἰκουμένην ἔσωσεν, ὁ δὲ προδοὺς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀπώλεσε· καὶ ὁ μὲν προδοθεὶς ἐν δεξιᾷ κάθηται τοῦ Πατρὸς ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὁ δὲ παραδοὺς ἐν ᾅδου νῦν ἐστι, τὴν ἀπαραίτητον ἀναμένων κόλασιν. (Μην γίνεσαι κατηφής στο άκουσμα ότι ο Χριστός παραδόθηκε· λυπήσου καλύτερα και θρήνησε μια πικρά δάκρυα όχι για τον Ιησού που παραδόθηκε αλλά για τον προδότη Ιούδα. Ο μεν (Ιησούς) παραδόθηκε και έσωσε την οικουμένη, ο δε (Ιούδας) έχασε την ψυχή του· ο μεν (Ιησούς) αν και προδομένος κάθισε στα  δεξιά του Ουρανίου Πατέρα, ο δε (Ιούδας) παρέδωσε την ψυχή του στον θάνατο και αναμένει την επερχόμενη για αυτόν κόλαση). Εκτός βέβαια από την προτροπή αυτή της «χρυ­ση­λά­του σάλ­πιγ­γος» της Εκκλησίας, «οἵ τα πάν­τα κα­λῶς δι­α­τα­ξά­με­νοι θεῖ­οι Πα­τέ­ρες, πα­ρα­δε­δώ­κα­σιν ἠ­μιν τέσ­σα­ρα τι­νὰ ἐ­ορ­τά­ζειν· τὸν ἱ­ε­ρὸν Νι­πτή­ρα, τὸν Μυ­στι­κὸν Δεῖ­πνον, τὴν ὑ­περ­φυ­α προ­σευ­χήν, καὶ τὴν προ­δο­σί­αν αὐ­τὴν».

Ανατρέχοντας στην υμνολογία της ημέρας, και ιδιαίτερα στον κανόνα του Τριωδίου, αντικρίζουμε την περιγραφή ενός δείπνου, μιας μυστικής συνάθροισης, μιας σύναξης στην οποία παρατίθεται «ψυχοτρόφος τράπεζα», ενός δείπνου στον οποίο ο «βα­σι­λεὺς τῆς εἰ­ρή­νης ὁ­δὸν ἀ­ρί­στην τὴν τα­πεί­νω­σιν ὑ­πο­δει­κνύ­ει». Ο υμνογράφος σημειώνει «Τῆ μα­κρᾶ Πέμ­πτη μα­κρὸν ὕ­μνον ἑ­ξά­δω». Ο μακρός λοιπόν ύμνος, ενδεδυμένος με τις μελιχρές και γλυκείες γραμμές του Πλαγίου Δευτέρου ήχου της εκκλησιαστικές μελοποιίας, μας εισάγει στην σύναξη αυτή. Οι Απόστολοι μέσα από τον σύνδεσμο της αγάπης, φωτίζονται στο τελευταίο επίγειο δείπνο τους μαζί τον Διδάσκαλο τους. Μεταλαμβάνουν από την «ὄν­τως Σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ» και κοινωνούν από το «ποτήριο τῆς εὑφροσύνης». Συνεπώς, η σύναξη αυτή, μέσα από την μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων με τον Κύριο της Δόξης να «ιερουργεί σεαυτόν», από σύναξη θνητών μετατρέπεται σε σύναξη αθανάτων! Ο Ιερουργός βεβαιώνει τους μαθητές Του ότι θα στερεωθούν στην πίστη μέσα από το Αίμα Του, κάτι το οποίο και θα διαπιστώσουν και οι ίδιοι μετά την Ανάσταση του Λυτρωτού.

Η διαβεβαίωση αυτή παράλληλα εκπληρώνει και μια υπόσχεση. Η υπόσχεση αυτή προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα από το βιβλίο της Εξόδου. Ευρισκόμενος ο θεόπτης Μωυσής στο θεοβάδιστο όρος Σινά και «θεί­ω γνό­φω κα­λυ­φθεῖς», διετάχθη από τον Θεό να στήσει θυσιαστήριο και με το αίμα της θυσίας να αγιαστεί ο λαός. Μέσα από την διαδικασία αυτή ο Ισραήλ θα συνειδητοποιούσε ότι ο Κύριος ήταν μοναδικός του Θεός ο οποίος τον λύτρωσε από την σκλαβιά της Αιγύπτου. Η υπόσχεση αυτή επαναλαμβάνεται και εκπληρώνεται στην μυστική αυτή σύναξη. Ο τόπος της θυσίας είναι το υπερώο, το θυσιαστήριο είναι ο τορβάς που βρίσκονται τα άζυμα και το κρασί, οι Απόστολοι είναι οι δώδεκα λίθοι του σιναϊτικού θυσιαστηρίου και το σφάγιο είναι ο ίδιος ο Χριστός. Μέσα από τη νέα «θυσία» οι Απόστολοι θα καταλάβαιναν ότι αυτή τη φορά η λύτρωση δεν είναι από τη σκλαβιά της Αιγύπτου, αλλά από την εκούσια υποδούλωση στην αμαρτία. Επιπλέον, εκτός από τους Αποστόλους, αυτή τη φορά συμμετέχουμε και εμείς νοερά στη νέα αυτή θυσία και γευόμαστε την νέα μας «ελευθερία».

Ο Μέγας Αρχιερεύς έρχεται στην «σύναξη των Αθανάτων» να προσφέρει τον εαυτό Του. Έρχεται να μας θυμίσει, διά της γραφίδας του Θεολόγου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη μιας αληθινής, άδολης και ανυπόκριτης αγάπης από την θυσία για αυτούς που αγαπάς. Έρχεται να μας θυμίσει την ταπείνωση. Προσέρχεται ο «πά­σαν τὴν κτί­σιν ἐν σο­φί­α δη­μι­ουρ­γή­σας» να μας δώσει «ἐλπίδα ἀναστάσεως» μέσα από μια συνηθισμένη για τους Ιουδαίους πράξη, το πλύσιμο των ποδιών των παρευρισκομένων. Ήταν συνήθεια οι οικοδεσπότες να περιποιούνται τους καλεσμένους τους πλένοντας τους τα πόδια καθώς οι αποστάσεις καλύπτονταν με αυτά. Έτσι ο καλεσμένος ανακουφιζόταν από την κούραση της οδοιπορίας και μπορούσε να απολαύσει το δείπνο του. Το μεσώδιο κάθισμα της τρίτης ωδής μας περιγράφει, μέσα από την μεγαλοπρέπεια του Πρώτου, την απλότητα του Τρίτου και την ευφωνία του Τετάρτου ήχου την πράξη του Οικοδεσπότη των Αποστόλων. Ο Κύριος μας, αυτός που «λίμνας καί πηγάς καί θαλάσσας ποιήσας» εκπαιδεύει τους μαθητές στην άριστη ταπείνωση περιζώνοντας τον εαυτό Του με το «λέντιον», την πετσέτα με τα σημερινά δεδομένα. Στη συνέχεια πλένει τα πόδια των μαθητών Του από την υπερβολική Του ευσπλαγχνία με απώτερο σκοπό να μας ανυψώσει από τα βάραθρα της κακίας στα οποία και βρίσκεται η «πεσούσα εικόνα» μας.

Από τη διαδικασία αυτή, η συναισθηματική απόδειξη της άδολης αγάπης, ο Πρωτοκορυφαίος και ίσως αυθόρμητος Πέτρος εξανίσταται. Δεν μπορεί να συλλάβει, από την αγάπη του προς Αυτόν, πώς είναι δυνατόν ο Διδάσκαλος, ο Υιός του Ανθρώπου, ο νέος Αδάμ, ο καταγόμενος από την γενιά του Δαυίδ, ο Υιός του Θεού να πλένει τα πόδια των μαθητών του; Ο Χριστός του δίνει την απάντηση μέσα από την πράξη Του αυτή. Μετά το πλύσιμο των ποδών, έρχεται η στιγμή της βρώσεως. «Συ­νε­σθί­ων Δέ­σπο­τα τοῖς μα­θη­ταίς σοῦ, μυ­στι­κῶς ἐ­δή­λω­σας τὴν πα­να­γί­αν σου σφα­γήν» μας παραθέτει ο υμνογράφος θέλοντας να εξηγήσει την ενέργεια του Δεσπότου να δειπνήσει με τους Αποστόλους. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο νέος Αδάμ λέει στους φίλους του ότι είναι η τελευταία φορά που δειπνεί μαζί τους, ότι δεν θα μεταλάβει πάλι από το «γέννημα τῆς ἀμπέλου», ότι ήρθε η στιγμή να ολοκληρώσει την αποστολή Του στη γη. Τους βεβαιώνει ότι «πό­μα και­νὸν τοῖς φί­λοις πί­ο­μαι» και τους προτρέπει «μι­μεῖ­σθε τὸν τύ­πον, ὃν τρό­πον ἐν ἐ­μοὶ ἐ­θε­ά­σα­σθε». Παράλληλα ο υμνογράφος προτρέπει και όλους εμάς να μετάσχουμε στην «αθάνατη τράπεζα» την οποία παραθέτει στα πλαίσια της δεσποτικής φιλοξενίας και να μάθουμε από την κίνηση αυτή ότι Αυτός για τον οποίο μίλησε ο προφήτης Ησαΐας πορεύεται να σφαγιαστεί με τη θέληση Του για να χαρίσει σε όλους μας την ανάσταση.

Ενώ οι μαθητές βρίσκονται ενωμένοι με τον Διδάσκαλό τους και φωτίζονται από τις διδαχές Του, ένας αδελφός τους, ο Ιούδας Ισκαριώτης, παρά την σαρκική του παρουσία στην πραγματικότητα δεν βρίσκεται μαζί τους. Ο αδελφός τους Ιούδας δεν βρίσκεται μαζί τους πνευματικά καθώς είναι «άρρωστος». Έχει νοσήσει από την ασθένεια της φιλαργυρίας όπως μαθαίνουμε από το εναρκτήριο τροπάριο της ημέρας. Έχει ασθενήσει τόσο βαριά που σε ανόμους κριτές και δικαστές παραδίδει τον δίκαιο κριτή. Εμείς βλέποντας την κατάσταση αυτή του Ιούδα παρατηρούμε έναν άνθρωπο που είναι «χρημάτων ἐραστής», που για χάρη αυτών οδηγεί τον εαυτό του στην αγχόνη, που λαμβάνει σε χρηματικό ποσό την τιμή του Πλάστη του και που παρά τις διδαχές που βλέπει έμπροσθεν του παραμένει αδιόρθωτος, δούλος και δόλιος.

Κάπως έτσι και εμείς, ως άλλοι αδιόρθωτοι, δούλοι και δόλιοι των παθών μας κωφεύουμε όταν ακούμε τον Χριστό να διδάσκει τους Αποστόλους (και εμάς κατ’ επέκταση) από το υπερώο στο «Καί νῦν..» των Αποστίχων, δια χειρός Κοσμά μοναχού μελοποιημένο στο θρηνώδες και συνάμα εύρυθμο ύφος του Πλαγίου του Πρώτου. Μας διδάσκει ο Κύριος μας ότι δεν πρέπει να μας χωρίζει ο φόβος από κοντά Του μπροστά στη θέαση του Πάθους Του καθώς πάσχει για εμάς. Μας προτρέπει να μην σκανδαλισθούμε βλέποντας Τον να ομολογεί ότι ήρθε για να μας διακονήσει ο Ίδιος δίνοντας την ψυχή του για τη σωτηρίας μας και όχι να διακονηθεί από εμάς. Μας παρακαλεί να αντιληφθούμε (και όχι να σκανδαλισθούμε όπως ο Πέτρος) ότι ως φίλοι του πρέπει να Τον μιμηθούμε στην ταπείνωση γενόμενοι έσχατοι και διάκονοι πάντων στα σαρκικά μας μάτια αλλά πρώτοι απέναντι στην Δίκαια Κρίση Του. Ο «ἑ­ξα­γο­ρά­σας ὑ­μᾶς ἀ­πὸ τῆς κα­τά­ρας» ολοκληρώνει τις προτροπές του λέγοντας ότι Εκείνος είναι «τῆς ζωῆς ἡ ἂμπελος» και μένοντας κοντά Του θα «φέρουμε βότρυν» την σωτηρία μας.

Μένοντας κοντά Του και διατηρώντας ακλόνητο τον σύνδεσμο της μεταξύ μας αγάπης θα μπορέσουμε να μετάσχουμε στην «αθάνατη – μυστική τράπεζα» τρεφόμενοι από τον θείο λόγο Του. Μένοντας κοντά Του θα μπορέσουμε να πραγματώσουμε την προτροπή του ιερού Χρυσοστόμου και δεν θα γίνουμε κατηφείς για το Πάθος Του, δεν θα θρηνήσουμε με πικρά δάκρυα για τον Ιησού που παραδόθηκε εκούσια. Μένοντας κοντά του θα θρηνήσουμε για την απώλεια του Ιούδα αναλογιζόμενοι την δική μας απώλεια, θα θρηνήσουμε για τον Ιούδα που έχασε την ψυχή του συλλογιζόμενοι την δική μας ψυχή, θα θρηνήσουμε για τον Ιούδα που αναμένει την δίκαιη τιμωρία του βάζοντας προ των οφθαλμών μας την δική μας «προδοσία» απέναντι στον Δημιουργό μας. Απέναντι σε Αυτόν που εκούσια παρέδωσε τον εαυτό Του «ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κό­σμου ζω­ῆς», που μας προσκαλεί στη σύναξη των αθανάτων, Αμήν!

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, τ. Α΄ – Ζ΄, Αθήνα, (2)2009.

Η Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (εκδ.), Αθήνα, 2007.

Migne J. P. (εκδ.), Patrologiae Graecae Cursus Completus, Paris, 1857- 66.

Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος: Ανδρέα Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος, Ερμηνευτικό σχόλιο στην υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδος, Αθήνα, 1998.

Θεοδωροπούλου, Περίοδος Τριωδίου: Αρχιμ. Επιφανίου Ι. Θεοδωροπούλου, Το εκκλησιαστικόν έτος, 1, Περίοδος Τριωδίου, Αθήνα, (9)2012.

Σμέμαν, Μεγάλη Εβδομάδα: π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μικρό Οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδας, Αθήνα, 2006.

Χρυσάνθου, Θεωρητικόν: Χρυσάνθου του εκ Μαδύτων, Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, (κριτική έκδοση Γεώργιος Ν. Κωνσταντίνου), Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 2007.

 

Διαβάστε ακόμα