Του Παντελή Λεβάκου, υπ. Μ.Δ.Ε. Θεολογικής σχολής ΕΚΠΑ
Έχοντας ακολουθήσει τον «κλείναντα τὴν ἄβυσσον» να πορεύεται στον Σταυρό, ακούγοντας Τον να απευθύνεται στον Πατέρα και στα χέρια Του να αφήνει το Πνεύμα Του, βλέποντας τον Ιωσήφ να παρουσιάζεται με φόβο στον Πόντιο Πιλάτο με το υψηλό αίτημα να λάβει το Σώμα του «ξένου», παρακολουθούμε με τα σαρκικά μας μάτια την φοβερή σκηνή της «κηδείας» του «πρωτοτόκου τῶν νεκρῶν». Τόπος της «κηδείας» είναι ο τάφος που ο Ιωσήφ είχε αγοράσει κοντά στον φρικτό Γολγοθά, χρόνος της «κηδείας» είναι το «ὑπερευλογημένο Σάββατο», συμμετέχοντες στην «κηδεία» είναι η Παναγία Μητέρα Του και Μητέρα μας, οι γυναίκες, ο «εὐσχήμων βουλευτὴς» Ιωσήφ και ο «νυκτερινός μαθητής» Νικόδημος. Ο Ρωμανός ο Μελωδός περιγράφει την σκηνή της «θεόσωμου Ταφής και της εις άδου καθόδου του Κυρίου» στο Κοντάκιο της εορτής. Η θεοκίνητος γραφίδα του Ρωμανού αποτυπώνει τα γεγονότα λέγοντας μας ότι «Αυτός που περιόρισε τη θάλασσα, εμφανίζεται ως νεκρός· είναι περιτυλιγμένος σε ένα σεντόνι και μυρωμένος με αρώματα νεκρικά ο Αθάνατος που κατατίθεται στο μνημείο ως θνητός. Οι γυναίκες ήλθαν στο μνημείο κλαίγοντας πικρά και αναφωνώντας· Αυτό είναι το υπερευλογημένο Σάββατο, κατά το οποίο ο Χριστός, κοιμώμενος, μετά από τρείς ημέρες θα αναστηθεί». Η επιθυμία του υμνωδού να τονίσει την συγκινητική περιγραφή αυτή, τον οδηγεί στην επιλογή του Δευτέρου ήχου αναδεικνύοντας μέσα από την επιλογή του αυτή πώς «το μελισταγές μέλος» του ήχου αποτυπώνει την νεκρική φροντίδα του «ἀφυπνώσαντος Χριστού» και την προσδοκία ότι «τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθὲν ἐκ τῆς φθορᾶς, πρὸς αἰώνιαν ζωὴν μεταβέβηκεν».
Με τους χωμάτινους οφθαλμούς μας βλέπουμε να εκτυλίσσεται η εξόδιος ακολουθία του Κυρίου μας, βλέπουμε την Παναγία Μητέρα Του να Τον θρηνεί στην ποιητική σύνθεση των Εγκωμίων, ακούμε την υμνογράφο μοναχή Κασσιανή συμπαραστουμένη από τους Μάρκο επίσκοπο Υδρούντος και τον μοναχό Κοσμά να «μέλπουν Σάββατον μέγα» και τέλος διδασκόμαστε ότι «τὸ εὐλογημένον Σάββατον ἐστὶν ἥ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα». Μαζί με τον δικό μας επίγειο θρήνο συντελείται ο Αγγελικός θρήνος. Βλέποντας οι άγιοι Άγγελοι τα γεγονότα αυτά έφριτταν και αναφωνούσαν «δόξα τὴ συγκαταβάσει σου φιλάνθρωπε». Ο άγιος Επιφάνιος καταπληττόμενος τον νου και εξιστάμενος τον λογισμό διαπιστώνει ότι «Καὶ ὁρᾶται κείμενος κάτω, ὁ πάντας ἑλκύσας ἄνω· καὶ γίνεται πρὸς βραχὺ ἄπνους, ἡ πάντων ζωὴ καὶ πνοή· καὶ ὁρᾶται ἀόμματος, ὁ κτίσας τὰ πολυόμματα· καὶ κεῖται ὕπτιος, ἡ πάντων ἀνάστασις· καὶ νεκροῦται σαρκὶ Θεὸς, ὁ τοὺς νεκροὺς ἀνιστῶν· καὶ σιγᾷ πρὸς βραχὺ ἡ τοῦ Θεοῦ λόγου βροντή· καὶ αἴρεται παλάμαις, ὁ τὴν γῆν κατέχων δρακί» («Και βλέπουμε εμείς να κείτεται στο έδαφος, αυτός που μας τράβηξε επάνω· και κείτεται για μικρό χρονικό διάστημα χωρίς αναπνοή, αυτός που δίνει σε όλους εμάς τη ζωή και την αναπνοή· και βλέπουμε να είναι χωρίς όραση, αυτός που έπλασε τα πολυόμματα (Χερουβείμ)· και κείτεται σε ύπτια στάση, η ανάσταση όλων μας· και πεθαίνει ως προς την σάρκα ο Θεός, αυτός που ανέστησε τους νεκρούς· και σιωπά για λίγο η βροντή του Θεού Λόγου· και σηκώνεται από τις (ανθρώπινες) παλάμες, αυτός που στα χέρια Του κρατάει την γη»).
Αναρωτηθήκαμε, εκτός από τα παραπάνω που λαμβάνουν χώρα στη γη, μήπως κάτι διαφορετικό συμβαίνει τα καταχθόνια; Μήπως ενώ εμείς θρηνούμε, την ίδια ακριβώς στιγμή συντελείται ένας θρίαμβος; Μήπως ενώ βλέπουμε έναν Θεό να τυλιγμένο σε «σινδόνι καθαρά» και τοποθετημένο σε ένα μνημείο σφραγισμένο, Εκείνος θλάττει τις πύλες του Άδου;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνεται κατά τη διάρκεια του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου. Δίνεται μέσα από την ψαλμώδηση των «Ευλογηταρίων». Ονομάζονται «Ευλογητάρια» καθώς σε κάθε ένα τροπάριο προηγείται ο στίχος «Εὐλογητὸς εἰ Κύριε δίδαξον μὲ τὰ δικαιώματά σου», που είναι ο 12ος στίχος από τον ψαλμό 118. Έξι τροπάρια, τρείς διαφορετικές περιγραφές της Αναστάσεως. Τονισμένα στις μελωδικές και συνάμα χορευτικές γραμμές του φιλοικτίρμονος Πλαγίου του Πρώτου ήχου, μας αναδεικνύουν ένα πλούτο θεολογικό και συνάμα ελπιδοφόρο. Στο πρώτο τροπάριο ο «τῶν Ἀγγέλων δῆμος» στέκεται έκθαμβος βλέποντας τον Σωτήρα να λογίζεται μαζί με τους νεκρούς καθώς είναι Αυτός που κατέλυσε την ισχύ του θανάτου, μαζί με τον εαυτό Του ανέστησε και τον Αδάμ και μας ελευθέρωσε από τα δεσμά του Άδου. Ακολουθούν οι τρείς διαφορετικές περιγραφές της Αναστάσεως στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο τροπάριο.
Η πρώτη περιγραφή απαντάται στο δεύτερο τροπάριο. Εκεί ο υμνογράφος ρωτά τις Μυροφόρες ποιος είναι ο λόγος που κρατώντας τα μύρα πορεύονται στον τάφο; Την απάντηση δίνει ο «ἀστράπτων Ἄγγελος» που καθήμενος στον τάφο απευθύνεται στις Μυροφόρες τους λέει ότι να δουν τον τάφο και να καταλάβουν ότι ο Σωτήρας ανέστη ως νικητής από το μνήμα. Η δεύτερη περιγραφή αντιστοιχεί στο τρίτο τροπάριο της σειράς. Η αφήγηση εστιάζεται στο ότι οι Μυροφόρες «λίαν πρωί» κατευθύνθηκαν προς το μνημείο θρηνώντας αλλά παρουσιάστηκε σε αυτές ο Άγγελος και τις προέτρεψε να σταματήσουν τον θρήνο και να σπεύσουν να αναγγείλουν στους Αποστόλους (και στον Πέτρο όπως συμπληρώνει ο ευαγγελιστής Μάρκος) την Ανάσταση. Η τρίτη περιγραφεί στοιχειοθετεί το τέταρτο τροπάριο. Οι Μυροφόρες «μετὰ μύρων ἐλθοῦσαι» στο μνήμα του Σωτήρα ακούν τον Άγγελο που τους απευθύνει τον λόγο ερωτώντας «Τί μετὰ νεκρῶν τὸν ζῶντα λογίζεσθε;». Η απάντηση του Αγγέλου στο ίδιον ερώτημα είναι σύντομη και περιεκτική, επειδή ως Θεός που είναι αναστήθηκε από το μνήμα.
Στο πέμπτο τροπάριο προβάλλεται ο δοξολογικός χαρακτήρας προς την Αγία Τριάδα όπου εμείς οι υμνητές των Παθών, της Ταφής και της Αναστάσεως ψάλλουμε μαζί με τα Σεραφείμ «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἰ Κύριε». Μετά τη δοξολογία του Τριαδικού Θεού, ο υμνωδός στρέφεται προς την Παρθένο, την «Ζωοδότην τεκοῦσα». Αναφωνεί ο μελωδός τον δοξολογικό ύμνο τονίζοντας ότι η Πανακήρατος Μητέρα του Λυτρωτού έτεκε τον Ζωοδότη που λύτρωσε τον Αδάμ από τις αμαρτίες του, έφερε πάλι την χαρά στην Εύα αντικαθιστώντας τη λύπη της και παράλληλα μέσα από τη σάρκωσή Του χάρισε την ζωή. Έχοντας την κατά πάντα βέβαιη και αποδεδειγμένη πίστη ότι ο Σωτήρας μας έχει καταλύσει «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τὸν διάβολον», με βάση αυτήν πρέπει να πορευόμαστε στη επίγειο ζωή μας.
Αντικρύζοντας την βυζαντινή απεικόνιση της Αναστάσεως που είναι η απεικόνιση των περιγραφών των «Ευλογηταρίων» και ακούγοντας τον θρηνητικό και παράλληλα εγκωμιαστικό λόγο «Κατέβηκες μέχρι την γη ώστε να σώσεις τον Αδάμ και αφού Δέσποτα δεν τον βρήκες (τον Αδάμ) στη γη, έφθασες ψάχνοντας αυτόν μέχρι τον Άδη», ας ψηλαφίσουμε την «εξόδιο» ακολουθία του Κυρίου μας με ιδιαίτερη προσοχή. Ας χαρούμε για την κατάβαση του Δεσπότη μας στον Άδη καθώς το «ζωοποιό» κήρυγμα θα γίνει γνωστό στους «απ’ αιώνος νεκρούς». Παράλληλα ας αισθανθούμε λύπη για τους Ιουδαίους που «σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν ἀνάστασιν» και τέλος ας εορτάσουμε το «Πάσχα ἠμῶν» στο οποίο θυσιάστηκε ο Χριστός για εμάς «μὴ ἐν ζύμη παλαιά, μηδὲ ἐν ζύμη κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλ’ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας», Αμήν!
Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, τ. Α΄ – Ζ΄, Αθήνα, (2)2009.
Η Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (εκδ.), Αθήνα, 2007.
Η Παλαιά Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (εκδ.), Αθήνα, (3)2012.
Migne J. P. (εκδ.), Patrologiae Graecae Cursus Completus, Paris, 1857- 66.
Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος: Ανδρέα Θεοδώρου, Προς το Εκούσιον Πάθος, Ερμηνευτικό σχόλιο στην υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδος, Αθήνα, 1998.
Θεοδωροπούλου, Περίοδος Τριωδίου: Αρχιμ. Επιφανίου Ι. Θεοδωροπούλου, Το εκκλησιαστικόν έτος, 1, Περίοδος Τριωδίου, Αθήνα, (9)2012.
Ἐν χώρα ζώντων, Ύμνοι από την ακολουθία των Κεκοιμημένων, Βυζαντινός Χορός ΤΡΟΠΟΣ, Αθήνα, 2016.
Σμέμαν, Μεγάλη Εβδομάδα: π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μικρό Οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδας, Αθήνα, 2006.
Χρυσάνθου, Θεωρητικόν: Χρυσάνθου του εκ Μαδύτων, Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, (κριτική έκδοση Γεώργιος Ν. Κωνσταντίνου), Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 2007.