«Θωμάς και Γεώργιος εγκαινίζουν Χριστού την Ανάσταση»

του Παντελή Λεβάκου, υπ. Μ.Δ.Ε. Θεολογικής σχολής ΕΚΠΑ

Στην πρώτη Κυριακή μετά την ογδόη ημέρα, την ογδόη ημέρα που αντιπροσωπεύει την καινή πραγματικότητα που θα βιώσουμε κατά τη Δεύτερη Έλευση του Σωτήρα μας, την όγδοη ημέρα που θα γευτούμε την «ητοιμασμένη βασιλεία από καταβολής κόσμου», την όγδοη ημέρα που στο ανθρώπινο ημερολογιακό σύστημα εκφράζεται ως η «Διακαινήσιμος Εβδομάδα», η Εκκλησία προβάλλει μια «απιστία». Μια «απιστία» που προκάλεσε τρία γεγονότα. Τα τρία αυτά γεγονότα εκφράζονται μέσα από τρία περιστατικά, δύο εξ’ αυτών αναφυόμενα περιστατικά από την «απιστία» και το τρίο μέσα από την ημερολογιακή συγκυρία. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον εσπερινό της Αγάπης, στον κατ’ εξοχήν εσπερινό που οι αδελφοί του κοινοβίου «συγχωρούσαν» και στη συνέχεια «αγαπούσαν» τους αδελφούς τους ώστε να ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη», εκεί σημειώνεται η απιστία. Εκεί ο Θωμάς, τρομαγμένος και ο ίδιος από την εκούσια σφαγή του Υιού και Λόγου, αμφισβητεί την Ανάσταση. Αμφισβητεί την παρουσία του Κυρίου «ἐν μέσω τῶν μαθητῶν», αμφισβητεί τα σημάδια του αναστημένου σώματος του Κυρίου, αμφισβητεί τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.

«Τῶν Μαθητῶν δισταζόντων, τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ, ἐπέστη ὁ Σωτήρ, οὗ ἦσαν συνηγμένοι, καὶ τὴν εἰρήνην δοὺς τῷ Θωμᾷ ἐβόησε· Δεῦρο Ἀπόστολε, ψηλάφησον παλάμας, αἷς τοὺς ἥλους ἔπηξαν. Ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ! τῶν πιστῶν τὰς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε, καὶ μετὰ φόβου ἐβόησεν, ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι». «Ενώ οι Μαθητές είχαν συναχθεί με φόβο κατά την όγδοη (από την Ανάσταση) ημέρα, εμφανίστηκε ο Σωτήρας σε αυτούς στο σημείο που είχαν συναθροιστεί, και αφού (τους ευλόγησε) δίδοντας σε αυτούς την Δική Του Ειρήνη προσκάλεσε τον Θωμά λέγοντας του· Έλα Απόστολε, ψηλάφησε τις παλάμες οι οποίες καρφώθηκαν από τα καρφιά. Πόσο καλή (ήταν) η απιστία του Θωμά! μέσα από αυτήν οι καρδιές των πιστών οδηγήθηκαν στην επίγνωση (της πίστης), και με φόβο (ο Θωμάς) ομολόγησε, δόξα σε εσένα που είσαι ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Ο ήχος της εκκλησιαστικής μελοποιίας που κυριαρχεί την πρώτη Κυριακή μετά την θέαση και τη βίωση της Ανάστασης, είναι ο Πρώτος ήχος. Η χρήση του από την Εκκλησία αποσκοπεί στην βίωση μιας «απιστίας» που οδήγησε στην θριαμβευτική ομολογία της Θεότητας από τον Απόστολο Θωμά. Αποσκοπεί παράλληλα στην προβολή της «ομολογίας» ως αποτέλεσμα της δυνατής πίστης από τον συμπίπτοντα, ημερολογιακά, άγιο Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρο Γεώργιο. «Τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, σὺ ἐστρατεύσω σοφέ, καὶ παρατάξεις πάσας, καθελὼν τῶν ἀνόμων, Γεώργιε τρισμάκαρ, στερρὸς ἀθλητής, ἀνεδείχθης τῇ χάριτι, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ θαυματουργέ· διὸ πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς» «Για Αυτόν που είναι ο αιώνιος Βασιλέας, (εσύ) στρατεύθηκες σοφέ, και όλα τα άνομα στρατεύματα κατέστρεψες Γεώργιε τρισμακάριστε, (εσύ) που αναδείχθηκες με τη Χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό στερρός αθλητής και θαυματουργός· για αυτό να πρεσβεύεις για τη σωτηρία μας».

Με βάση το παραπάνω ιδιόμελο του Πεντηκοσταρίου ο Σωτήρας εμφανίζεται αρχικά την όγδοη ημέρα ώστε να πιστοποιήσει τη συχνότητα τέλεσης της λατρευτικής σύναξης, κάθε έβδομη ημέρα σύμφωνα με τα δικά μας δεδομένα μέτρησης του χρόνου. Η περιγραφή της συνάντησης του Θωμά με τον Κύριο των Δυνάμεων διαδραματίζεται τόσο στη Λιτή όσο και στα Απόστιχα. Ο ιερός Χρυσόστομος αιτιολογεί και αναλύει το Θεϊκό σχέδιο με τον εξής τρόπο: «Όταν εισήλθε ο Σωτήρας κεκλεισμένων των θυρών εκεί όπου είχαν συγκεντρωθεί οι μαθητές Του και εξήλθε πάλι με τον ίδιο τρόπο, απουσίαζε μόνο ο Θωμάς. Ήταν και αυτό έργο της Θείας Οικονομίας, ώστε η απουσία του μαθητή να γίνει πρόξενος περισσότερης ασφαλείας και βεβαιότητας. Διότι, εάν παρευρισκόταν ο Θωμάς, δεν θα αμφέβαλλε. Και αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ζητούσε να Τον περιεργαστεί. Εάν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε. Και εάν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ανακήρυττε τον Χριστό Κύριο και Θεό. Εάν δεν τον είχε αποκαλέσει Κύριο και Θεό, εμείς δεν θα είχαμε διδαχθεί να Τον δοξολογούμε με τον τρόπον αυτόν. Ώστε και με την απουσία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια” και με την παρουσία Του ύστερα μας βεβαίωσε περισσότερο στην πίστη». Τα λόγια του Χρυσοστόμου αποτυπώνονται στο δεύτερο κατά σειρά ιδιόμελο της Λιτής και στο Δοξαστικό. Τονισμένα και τα δύο στον αφηγηματικό Πλάγιο του Τετάρτου μας αφηγούνται ότι ο Θωμάς με την απιστία του όντως προκάλεσε τη Θεϊκή Παρουσία. Και αφού ο Φιλάνθρωπος θέλησε να αποδείξει στο πλάσμα Του ότι όντως αναστήθηκε, αποφάσισε να εμφανιστεί την όγδοη ημέρα.

Ο Χριστός κελεύει τον Θωμά «Ἅψαι τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί» καθώς επίσης «τοὺς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον». Τον προσκαλεί να ερευνήσει με πίστη καὶ μέσα από το άγγιγμα αυτό να πιστέψει αληθινά. Ο Θωμάς, έχοντας εκπλαγεί από την πρόσκληση αυτή του Δεσπότου, με το δάκτυλο του, χωρίς κινούμενος ώστε να ακουμπήσει τον Δεσπότη (χωρίς να το πραγματοποιεί), με μεγάλη φωνή αναφώνησε «Σύ μου Θεὸς καὶ Κύριος, εὔσπλαγχνε, δόξα σοι». Στο δοξαστικό της Λιτής ο υμνογράφος «προσκαλεί» τον Αναστημένο Χριστό να περιγράψει το «κάλεσμα» που απηύθυνε στον άπιστο Απόστολο. Με βάση αυτήν την ποιητική επινόηση, ο Φιλάνθρωπος αφηγείται ότι είπε προς τον Θωμά «Δεῦρο ψηλάφησον, καὶ ἴδε τούς τύπους τῶν ἥλων, ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα, καὶ ἅψαι τῆς πλευρᾶς μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πίστει κήρυξον, τὴν ἐκ νεκρῶν μου Ἀνάστασιν» «Έλα να με ψηλαφίσεις, και δες τα σημάδια από τα καρφιά, έκτεινε το χέρι σου και ακούμπησε την πλευρά μου, και μην απιστείς προς αυτά αλλά με πίστη να κηρύξεις την Ανάσταση μου από τους νεκρούς».

Από την άλλη μεριά συναντάμε στο πρόσωπο του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου μια ομολογία η οποία δεν προήλθε από κάποιου είδους «απιστία». Συναντάμε έναν νέο μόλις 22 ετών, έναν φέρελπι αξιωματικό του Ρωμαϊκού στρατού, έναν νεαρό που είχε όλα τα προσόντα να ανέλθει περισσότερο στην στρατιωτική ιεραρχία, έναν νεαρό που παρά τις ειδωλολατρικές επιρροές προερχόταν από χριστιανικό περιβάλλον. Έναν νεαρό που ο πατέρας του είχε μαρτυρήσει υπέρ του Υιού και Λόγου και που η μητέρα του διατηρούσε σε αυτόν άσβεστη την φλόγα της πίστης. Έναν νεαρό που όντως πραγμάτωσε στο έπακρο τον λόγο του Αναστάντος Χριστού στον Θωμά «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες». Έναν νεαρό που με θάρρος και αυταπάρνηση της επιγείου ζωής προσέρχεται προ του Διοκλητιανού ώστε να ομολογήσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Όπως ακριβώς ο αναστάσιμος κανόνας είναι τονισμένος σε ήχο Πρώτο εκφράζοντας την νίκη του Χριστού και την αφετηρία της νέας ζωής της ανθρωπότητας, έτσι ακριβώς και ο πρώτος κανόνας του Αγίου, τονισμένος επίσης σε Πρώτο ήχο εκφράζει την θριαμβευτική πορεία του «μονομάχου μυριόνικου ἀθλητῆ» από τα φρικτά βασανιστήρια στην αιώνια Ζωή. Όπως ακριβώς ο Δαυίδ κατατροπώνει τον Γολιάθ, έτσι ακριβώς και ο «στεφανίτης» Γεώργιος νικά τον αντίπαλο. Ο υμνωδός μάλιστα καλεί τις ουράνιες στρατιές, όπως και οι επίγειοι στρατοί, να υποδεχθούν τον «πρωτοστράτηγο του Χριστού». Τέλος, σε μια έξαρση της ικεσίας προς τον «Μάρτυρα Γεώργιο» ο υμνογράφος επικαλείται τις Πρεσβείες του αποκαλώντας τον «γνήσιε φίλε τοῦ Χριστοῦ, πρωταθλητάρχα τε αὐτοῦ, πάμφωτε λαμπτὴρ οἰκουμένης, ἀστὴρ φαεινότατε, λυχνία τιμαλφέστατε, ἄγρυπνε τῶν τιμώντων σε φύλαξ».

Έχοντας βιώσει ο Απόστολος Θωμάς την ανεξίκακη «απάντηση» του Δεσπότου στην «απιστία» του, ομολογεί διά χειρός του ιερού Χρυσοστόμου ότι «Πλέον δεν εξετάζω. Πιστεύω, δεν φιλολογώ. Πιστεύω, δεν ζυγίζω. Πιστεύω, δεν περιεργάζομαι. Πιστεύω στους οφθαλμούς μου και στα χέρια μου. Αυτά που είδα με δίδαξαν να μη φιλολογώ. Έμαθα από αυτά τα οποία ψηλάφησα να προσκυνώ και όχι να συγκρίνω με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Έναν Κύριο και Θεό γνωρίζω μόνον, τον Δεσπότη Χριστό, του οποίου η δόξα και το Κράτος μένουν στους αιώνες των αιώνων». Καταφθάνοντας ο στρατηλάτης Γεώργιος στην στιγμή της δικής του καταπαύσεως και της ανταμοιβή του για την προθυμία του να ανταλλάξει τα επίγεια με τα επουράνια αναφωνεί «τάχυνον φθάσον, ἡμᾶς τὴν νοσσιάν σου, ὡς ἀετὸς χρυσοπτέρυξ, περιθάλπων ἀεὶ καθυπόδεξαι, διεὶς τὰς πτέρυγάς σου· σκιὰν ὑπὸ σὴν γάρ, καλόν ἀναπεπαῦθαι». Απιστώντας και εμείς σήμερα προς Εκείνον που μας δίνει τη Ζωή και χάρη στην άπειρη Του αγάπη θα βιώσουμε και φέτος τις εορτές πριν την έλευση του Παρακλήτου, ας μεταβούμε από την απιστία στην πίστη, ας δείξουμε το θάρρος του τροπαιοφόρου Γεωργίου και με παρρησία ας ομολογήσουμε στο «ταμείο» μας «ὁ φωτισμός, καὶ ἡ ἀνάστασις, καὶ ἡ εἰρήνη ἡμῶν, δόξα σοι».

Διαβάστε ακόμα