“Μιλούν και οι πέτρες; ” του Πρωτοπρ. Λάμπρου Τσιάρα

Ἦχος καὶ ἀπόηχος τῆς Λειτουργίας
στὴν καμένη Ἐκκλησιὰ τῶν Ἀσπραγγέλων.

 

Του Πρωτοπρ. Λάμπρου Τσιάρα, Γεν. Αρχ. Επιτρόπου της Ι. Μ. Ιωαννίνων

Ὅταν, στὸν καιρὸ τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, μερικοὶ ἐκ τῶν Φαρισαίων, ἐνοχλημένοι ἀπὸ τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἐπεφύλαξε στὸν Θεάνθρωπο σύμπας ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων κατὰ τὴν εἴσοδό του εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν, εἶπαν στὸν Ἰησοῦ· «Διδάσκαλε, ἐπίπληξέ τους γιὰ τὶς βλασφημίες ποὺ λένε, ἀποδίδοντας σὲ σένα τιμὲς βασιλικές, ποὺ ἀνήκουν στὸν Μεσσία καὶ μόνο». Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε· «λ έ γ ω ὑ μ ῖ ν (=σᾶς βεβαιώνω), ὅ τ ι ἐ ὰ ν ο ὗ τ ο ι σ ι ω π ή σ ω σ ι ν, ο ἱ λ ί θ ο ι κ ε κ ρ ά ξ ο ν τ α ι» (Λουκ.19,39-40).

Τὴν Κυριακή, 20 Αὐγούστου, προσκυνήσαμε στοὺς Ἀσπραγγέλους, ὅ,τι κατέλιπε ἡ πύρινη λαῖλαψ τῶν «γεγαυρωμένων ἐπί ὄχλοις ἐθνῶν» (Σοφ. Σολ. 6,2) ναζί: τὰ ἐρείπια δηλ. τοῦ πάλαι ποτὲ περικαλοῦς ναοῦ τοῦ ἁγ. Νικολάου. Φιλήσαμε εὐλαβικὰ τὶς πέτρες τῆς καμένης Ἐκκλησιᾶς· κι ἐκεῖνες μᾶς μιλήσανε μὲ τὴν κραυγαλέα σιωπή τους. Μᾶς εἶπαν γιὰ τὴν ἱστορία τους καὶ γιὰ τὴ λειτουργία τους· μᾶς διηγήθηκαν τό πέρασμά τους ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Ἦσαν, μᾶς εἶπαν, γιὰ αἰῶνες – πολλούς αἰῶνες – στὸ βουνό, ὡς κομμάτι τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἡ ὁποία, ὑποταγμένη στὴ ματαιότητα, ὄχι γιατὶ τὸ ἤθελε, ἀλλ’ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, «συνεστέναζε
καὶ συνώδινε» ἀπεκδεχόμενη τήν ἐλευθερία της «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ.8,19- 20). Ἡ ὥρα τῆς ἐλευθερίας «ἤγγικε» μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ
Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι κάποια μέρα, μᾶς διηγήθηκαν οἱ πέτρες, ἄνθρωποι τὶς ἀπἐκοψαν ἀπὸ τὸν ὄγκο τοῦ βουνοῦ, γιὰ νὰ πελεκηθοῦν στὴ συνέχεια καὶ νά «μορφωθοῦν» καταλλήλως ἀπὸ χέρια εὐλαβικὰ καλλιτεχνῶν μαστόρων, ὥστε νά μετάσχουν στὴ Λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ· νὰ χτισθοῦν καὶ νὰ συναρμολογηθοῦν ἡ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη, κι ὅλες μαζὶ νὰ γίνουν ἐνδιαίτημα καὶ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, ὅπου «τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται». Ἀπὸ τότε λοιπόν, μᾶς εἶπαν, ποὺ συν-λειτουργοῦν καὶ λειτουργοῦνται, εἶναι ἐλευθερωμένες ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης (ὄγκου, βάρους, διαστάσεων), ἔχουν ἐμπνευματωθεῖ κι ἀπέκτησαν διαστάσεις παγκόσμιες, ὥστε ἐντός τους νὰ χωρεῖ ὁ Ἀχώρητος καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἡ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα του.

Μπορεῖ ὁ χρόνος νά ’φησε ἀπάνω τους σημάδια, ἀλλὰ αὐτές, πλήρεις χάριτος καὶ θείας ἐνεργείας, μένουν ἐκεῖ, «λάμπουσες, ἀστράπτουσες, ἀλλοιωμένες», καθὼς τὰ ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, «ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2). Αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι ὁ ἔσχατος προορισμὸς τῆς κτίσεως· νὰ φωτισθεῖ, νὰ μεταμορφωθεῖ, νὰ λάβει «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν, εὐπρεπεστάτην», νὰσωθεῖ. Ὅ,τι λειτουργεῖται εἰσάγεται στὸν λειτουργικὸ χρόνο, μετέχει στὸμυστήριο τῆς ὄγδοης ἡμέρας, ποὺ θὰ πεῖ μπαίνει ἀπὸ τώρα στὸ μέλλοντα αἰῶνα, σώζεται. Τὸ ἀλειτούργητο μένει στὸ σκότος, «ἄμορφον, ἄδοξον», «ἀπρόσληπτον», γι’ αὐτὸ καί «ἀθεράπευτον».

Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ τελετουργία. Εἶναι χάρις καὶ πλήρωμα μιᾶς καινούργιας ζωῆς· εἶναι ἐμπειρία καὶ γεύση μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, πού «καινοποιεῖ» ὄχι μόνο ἐμᾶς, τοὺς γηγενεῖς, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία. Οἱ πέτρες τοῦ ναοῦ τοῦ ἅη Νικόλα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς «καινοποιήθηκαν» μὲ τὴν εἴσοδό τους στὴν ἐποχὴ τῶν ἐσχάτων, «διηγοῦνται» τώρα «δόξαν Θεοῦ»!

Τὸ τελευταῖο ποὺ μᾶς εἴπανε οἱ πέτρες εἶναι ὅτι ἡ φωτιὰ ποὺ ἔπεσε ἀπάνω τους δὲν ἔσβησε τὸ φῶς, τὴν ὀμορφιά τους καὶ τὴ δόξα τους. Αὐτὲς μᾶλλον κατίσχυσαν τῆς κακουργίας τῶν ὁλοθρευτῶν καὶ «ἔσβεσαν δύναμιν πυρός», ἐπειδὴ ἦσαν συσσωματωμένες «τῷ βασιλεῖ τῶν Δυνάμεων». Ὅταν ὁ ναὸς τοῦ ἅη Νικόλα ὑπέστη τὸ μαρτύριον τῆς πυρᾶς καὶ πέρασε «διὰ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», οἱ πέτρες του ἔμειναν καὶ μένουν ἐκεῖ ὡς τιμιώτερες λίθων πολυτελῶν, νὰ διηγοῦνται τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διδάσκουν κάθε ὑβριστὴν καὶ ἀλαζόνα, ὅτι τὴν «ὕβριν» καὶ τήν «ἔπαρσιν» ἀκολουθεῖ ἡ «νέμεσις» καὶ τότε «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» συντρίβονται «ὡς σκεύη κεραμέως».

Ὀφείλουμε χάριτας στὸν Δεσπότη μας γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ εὐκαιρία  ποὺ μᾶς χάρισε, τῆς τελέσεως τῆς θ. Λειτουργίας ἐπὶ τῶν λειψάνων τοῦ μεγαλοπρεποῦς καὶ ἱστορικοῦ ναοῦ τοῦ ἁγ. Νικολάου τῶν Ἀσπραγγέλων. Ἡ ἀνάβαση ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὸ χωριὸ τῶν Ἀσπραγγέλων ἦταν γιὰ μᾶς μιὰ μικρὴ θαβώρεια ἐμπειρία… Κατεβήκαμε μὲ φωτισμένο νοῦ καὶ ἀγαλλιῶσα καρδία, ὕστερ’ ἀπ’ ὅσα μᾶς διηγήθηκαν οἱ πέτρες τῆς καμένης Ἐκκλησιᾶς.

Λοιπόν, ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τοῦ τίτλου δόθηκε: ναί, οἱ πέτρες μιλοῦν, ἀρκεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουμε «ὦτα ἀκούειν».

Διαβάστε ακόμα