«Εἶπε δε αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς˙ καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν»

Του Αντωνίου Κουτεντάκη,Θεολόγου, Φιλολόγου, Υπ. διδάκτωρα Ιστορίας

Μαθήματα αὐτογνωσίας μᾶς παραδίδει, ὡς ἱερά καί πολύτιμη παρακαταθήκη, ἡ γραφίς τοῦ τῆς θεολογίας ἐπωνύμου & εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου στήν συγκεκριμένη εὐαγγελική περικοπή, τήν ἀναφερομένη στήν ἴαση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Μεγίστη ὄντως ἡ σημασία τῶν ὀφθαλμῶν στόν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς φέρεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο νά λέγει˙ «ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός˙ ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμά σου φωτεινόν ἔσται».

Ἐάν ὅμως τόσο ἐξέχουσα θέση κατέχουν οἱ ὀφθαλμοί τοῦ σώματος, μποροῦμε νά ἀναλογισθοῦμε σέ ποιά ἱεραρχική βαθμίδα βρίσκεται ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς˙ δηλαδή ὁ νοῦς. Καί ὡς πρός τούς σωματικούς ὀφθαλμούς, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, οἱ πλεῖστοι ὑπερτεροῦμε τοῦ περί οὗ ὁ λόγος τυφλοῦ. Ὡς πρός τούς πνευματικούς ὅμως, βρισκόμαστε στήν ἴδια δεινή, ἄν ὄχι χείρονα, κατάσταση.

«Ὅλον τόν βίον ὁ τυφλός νύκτα ἐλογίζετο» γράφει ὁ ὑμνωδός. Νύκτα ὄχι τόσο βάσει τῶν σωματικῶν αἰσθητηρίων, ὅσο τῶν πνευματικῶν, διότι ὑπό τήν σκιά τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου πῶς νά δῇ τό φῶς τοῦ Θεοῦ τό θέλγον καί ἀναπαύον κάθε ψυχή. Καί ἐμεῖς ὅμως σήμερα ὑπό τήν σκιά τῆς ἁμαρτίας ἐβρισκόμενοι δέν μποροῦμε νά καυχηθοῦμε γιά τήν ὑπεροχή μας ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου τούτου. Στήν φιλοκαλία πληροφορούμαστε πὼς ὅταν κάποιος Ἀββᾶς εἶχε μία ἐπίσκεψη ἀπό κάποιον Μοναχό, γιά να τοῦ πῇ λόγο πνευματικό, ὁ Ἀββᾶς ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἐκάθητο σιωπηλός. Καί ὅταν τήν τρίτη ἔφευγε ὁ Μοναχός ἀπογοητευμένος ἀπό τήν σιωπή του, ὁ Ἀββᾶς μετά λύπης τοῦ εἶπε: «πήγαινε τῶρα καί τήρει τάς ἐντολάς τοῦ εὐαγγελίου, διότι αἱ ἁμαρτίαι μου ὡς τεῖχος ὑψώνονται μεταξύ ἐμοῦ καί τοῦ Θεοῦ». Καί ἐάν αὐτά λέγει ἕνας Ὅσιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄς ἀναλογισθοῦμε τί πρέπει νά λέμε ἐμεῖς τῶν ὁποίων τά ὄμματα τῆς ψυχῆς εἶναι ἑρμητικῶς κλειστά, καί οἱ ἁμαρτίες μας ὡς καστρότοιχος μᾶς ἐμποδίζουν νά δοῦμε τόν Θεό μας.

Ἡ πνευματική τύφλωση λοιπόν ἐπέρχεται διά τῆς ἁμαρτίας, ἤ ἀλλιῶς διά τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας συσκοτίζεται ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Αἰτία δέ τῆς ἁμαρτίας εἶναι τά πάθη τά ἐμφωλεύοντα στήν καρδιά. «Ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι». Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἔρχεται μιλώντας γιά τήν παροῦσα περικοπή καί προσωποποιεῖ τά πάθη αὐτά, θέλων νά ἐπισημάνει τόν κίνδυνο πού σ’ αὐτά ἐμφωλεύει, καί ἀναφερόμενος στήν κακία, ἴσως τό πιό φρικτό πάθος, λέγει «Ἀεί γάρ ἡ κακία τυφλή». Ἀπό τήν μολυσμένη δηλαδή καρδιά τυφλώνεται ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, δηλαδή ὁ νοῦς, καί μέσῳ αὐτοῦ συγχίζεται καί ἐκπίπτει ὅλη ἡ ψυχοσωματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε πῶς νά μήν τυφλωθοῦμε ὅταν ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτό καθ’αὐτό τό φῶς.

Δυστυχῶς ὅμως ἡ ἁμαρτία δέν σταματᾶ ἐκεῖ. Ὅπως κάθε τί πού συμβαίνει ἔχει ἕνα ἀποτέλεσμα, θετικό ἤ ἀρνητικό, ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία, συνώνυμη οὖσα τῆς πνευματικῆς τυφλώσεως, ἐπιφέρει τόν πνευματικό θάνατο. Διότι ὅπως λέγει καί ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος». Ὅπως γιά τούς ἰχθῦς φυσική κατάσταση εἶναι τό νερό, καί ἔξω ἀπ’ αὐτό πεθαίνουν, τοιουτοτρόπως καί γιά τόν ἄνθρωπο, φυσική κατάσταση εἶναι ἡ παραμονή του ἐν τῷ Θεῷ καί μακρὰν Αὐτοῦ ἐπέρχεται ἡ νέκρωση. Ἄλλωστε καί ἡ ἴδια ἡ λέξη ἄνθρωπος μαρτυρεῖ τόν σκοπό καί τόν λόγο ὑπάρξεώς μας. Ἔχοντες βλέψεις πρὸς τά ἄνω πνευματικῷ τῷ τρόπῷ, νά καταστοῦμε κατά χάριν Θεοί.

Ὁ νοῦς ὡς ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, καί ὡς ἐκ τούτου τό πολυτιμότερο μέλος τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως, εἶναι αὐτός πού πρῶτος τῶν λοιπῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων θεοῦται. Εἶναι ὅμως καί αὐτός πού πρῶτος τῶν ἄλλων ἐπιδέχεται τίς ἀρνητικές συνέπειες τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τον Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς πολύ χαρακτηριστικά μᾶς λέγει «Νοῦς γάρ ἀποστάς τοῦ Θεοῦ, ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης». «Κτηνώδης» ἐπειδή τά κτήνη δέν ἔχουν νοῦ, ἐπομένως εἶναι νεκρά πνευματικῶς. «Δαιμονιώδης» ἐπειδή οἱ μισάνθρωποι δαίμονες, πνευματικές ὑποστάσεις ὄντες, ἄν καί φέρουν νοῦ, ὁ νοῦς αὐτός πορωμένος ἀπό τήν κακία εἶναι τυφλός πρός ὅ,τι δήποτε καλό. Τύφλωση λοιπόν καί θάνατος τῆς ψυχῆς ἡ ἁμαρτία.

Ὅποια ὅμως καί ἄν εἶναι ἡ πνευματική μας κατάπτωση, ὅσο βαθύ κί ἄν εἶναι τό σκότος πού περικλείει καί συγχίζει τόν νοῦ μας, δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἀπογοητευθοῦμε. Ἀπαγορεύεται νά κάνουμε ἀπαισιόδοξες σκέψεις. Ὅταν κάποτε ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης εἶχε περιπέσει σέ κατάσταση ἀπογοητεύσεως, ἄκουσε φωνή νά τόν προτρέπει «Κράτει τόν νοῦν σου ἐν τῷ Ἄδῃ καί μή ἀπελπίζου». Συστολή καί φόβος πρέπει νά μᾶς διακατέχει γιά τήν ἐπικείμενη κρίση. Ἐλπίδα ὅμως γιά τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κί αὐτή ἡ ἐλπίδα πηγάζει ἀπό τό θεῖο βάπτισμα. Φέροντες τό ἅγιο Βάπτισμα μποροῦμε ἀνά πᾶσα στιγμή, καί ἕως αὐτῆς τήνς φρικτῆς ὥρας τοῦ θανάτου, νά μετανοήσουμε καί ἐκ τούτου νά σωθοῦμε.

Ὁ τυφλός τοῦ Εὐαγγελίου ἐπί πολλά ἔτη ἐμαστίζετο κυρίως ἀπό τήν πνευματική μά καί τήν σωματική τύφλωση˙ καί πῆγε ὁ ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος Κύριος καί τόν ἐθεράπευσε, διότι «Κύριος σοφοῖ τυφλοὺς», κατά τήν μαρτυρία τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ. Πόσο εὐκολώτερο εἶναι ἑπομένως γιά ἐμᾶς πού φέρουμε μέσα μας τόν Θεό, ἀσχέτως ἄν οἱ περισσότεροι δέν τό γνωρίζουμε, νά ἰαθοῦμε ἀπό τήν μάστιγα αὐτή. Ἀρκεῖ ἡ συνειδητή συμμετοχή στήν πνευματική καί λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας˙ καί μετά τούτου ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καί ἐπιταγῶν τοῦ Εὐαγγελίου˙ ἡ ἐργασία τῶν ὀρθοδόξων ἀρετῶν˙ καί κυρίως ἡ ὑπό προϋποθέσεις μετοχή μας στό κοινό ποτήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ὁ τυφλός «ἀπῆλθεν καί ἐνίψατο…». Ἐκαθαρίσθη ἀπό τόν πηλό πού τοῦ εἶχε ἐπιθέσει ὁ Κύριος, μά καί άπό τόν ῥύπο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ θεῖος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος εὐστόχως παραλληλίζει τήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Ὄντως ὑπέροχη ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου σταδίου τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἧτοι τοῦ σταδίου τῆς καθάρσεως. Ὁ ἴδιος αὐτός Πατήρ ἀναφερόμενος στό ἀναγκαῖο τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ σταδίου γιά τήν ἀναγωγή μας πρὸς τόν φωτισμό γράφει «Οὐδείς ποτε ἀνθρώπων πρό τοῦ καθαρθῆναι ἠδυνήθη θεάσασθαι, οὔτε πρό τοῦ θεάσασθαι ἔλαβε τό θεῖον φῶς».

Ἀπαραίτητη βαθμίδα δηλαδή γιά τήν ἄνοδό μας στήν οὐράνιο κλίμακα εἶναι ἡ κάθαρση. Προϋπόθεση αὐτῆς εἶναι ἡ θεία Χάρις, ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἔργο τῆς Τρισηλίου Θεότητος καί ἰδιαιτέρως τοῦ τρίτου προσώπου αὐτῆς, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο καθαρίζει καί λαμπρύνει κάθε ψυχή πού προσπίπτει σ’ Αὐτό. Καί ἐπικαλούμαστε τό τελεταρχικό Πνεῦμα νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τοῦ βορβόρου τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ ζοφώδους σκότους τῆς κολάσεως, ὅταν ἐν μετανοίᾳ μετέχουμε στά ἁγιαστικά μέσα τῆς Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας καί ὅταν κάνουμε πράξη τήν θεία ἐπιταγή περί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.

Μέ αὐτές τίς πνευματικές προϋποθέσεις δέν θὰ ἀργήσουμε νά ἀπολαύουμε, πάντα μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τούς πνευματικούς καρπούς, πού δέν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τόν καθαρισμό τῆς ψυχῆς μας ἀπό κάθε ἐμπαθῆ λογισμό, τήν ἴαση κάθε πνευματικῆς μας ἀσθενείας καί τήν θεραπεία τοῦ νοός μας˙ τά ὁποῖα καί ἐπιφέρουν τόν φωτισμό, σύμφωνα καί μέ τόν 6ο μακαρισμό «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τόν Θεόν ὄψονται».

«Ἐνίψατο» λοιπόν ὁ τυφλός «καί ἦλθε βλέπων». Καί ψάλλει ὁ ὑμνωδός˙ «Οὐ μόνον τοῦ σώματος ὀφθαλμούς διήνοιξας», Κύριε, «ἀλλά καί τούς τῆς ψυχῆς». Αὐτή ἀκριβὼς ἡ πνευματική κατάσταση εἶναι ὁ φωτισμός˙ ἡ δεύτερη βαθμίδα τῆς τριβάθμου πνευματικῆς κλίμακος. Ὅπου ὁ νοῦς ἐξέρχεται ἀπό τό σκότος καί ἑνώνεται μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι «τό Φῶς τοῦ κόσμου». Ὁμιλοῦμε πλέον γιά ὑποστατική ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅπου ὁ Θεός ὡς Νοῦς συνομιλεῖ μέ τούς ἀνοικτούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς τοῦ φωτισθέντος ἀνθρώπου, δηλαδή τόν θεραπευμένο του νοῦ. Ἀκολουθεῖ ἔπειτα ἡ ἀἁπαγή, δηλαδή ἡ ἔξοδος ἀπό τούτου τοῦ κόσμου, ἄνευ τοῦ σώματος, καί ἡ ἀνάπαυση μέσα στό μακάριο ἐκεῖνο Φῶς. Ἐκεῖ πλέον ὁ ἀρπαγείς νοῦς βρίσκεται ἐνώπιος ἐνωπίῳ μέ τόν Θεό˙ φωτίζεται καί θεοῦται. Φωτίζεται ὅμως καί θεοῦται καί τό σῶμα ὡς ὑποτεταγμένο στήν ψυχή.

Πρέπει βεβαίως νά τονίσουμε, στηριζόμενοι πάντοτε στήν διδασκαλία τοῦ θείου Παλαμᾶ, τοῦ πρακτικοῦ θεωρητικοῦ, πώς τό ἄκτιστο ἐτοῦτο φῶς ἀποτελεῖ ἐνέργεια καί ὄχι οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ φωτισθείς ἄνθρωπος ἐπομένως γνωρίζει τίς ἐνέργειες καί ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «Οὐδείς ποτε τόν Θεόν ἐώρακεν». Βλέπει δέ ὁ ἄνθρωπος πολύ λιγώτερο Φῶς ἀπό τήν ὅλη του ἰσχύ, ἀφοῦ δέν δύναται λόγῳ ἀδυναμίας νά τό δῇ ὁλοκληρωτικά. Ἑνώνεται μέ τό Φῶς, Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί καθίσταται Θεός κατά χάριν καί ὄχι κατ’ οὐσίαν, πράγμα ἀδύνατον. Αὐτή δέ ἡ κατάσταση τῆς θεοπτείας ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς ἀναπαύσεώς μας κατά τήν ὀγδοάδα ἡμέρα. Ἀνεκλάλυτα καί γλυκέα συναισθήματα κατακλύζουν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὅμως πρέπει νά γρηγορεῖ πάντοτε, διότι καί ὁ παραμικρός μολυσμός τῆς ψυχῆς εἶναι ἰσχυρός νά παύσει τό χάρισμα τοῦτο.

Ἡ ἑορτολογική περίοδος πού διανύουμε μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε σαφέστερα πὼς «ὁ λίθος ἀποκεκύλισται ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου» καί τό ἄκτιστο φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἀνεσπέρως λάμπει˙ καί δέν θὰ σβήσει ἕως νά μᾶς φωτίσει τόν καθένα ξεχωριστά καί ἀναλόγως μέ τόν βαθμό τῆς δεκτικότητος πού ἔχουμε. Ἀς μήν ἐπιτρέψουμε στήν ψυχή μας νά παραμένει ἄλλο στό σκοτάδι. Ἄς ἀκολουθήσουμε, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τό παράδειγμα τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, γιά νά ἀξιωθοῦμε ἀπό τόν Παράκλητο, σύν τῷ ἱερῷ ὑμνωδῷ, νά ἀναφωνήσουμε, ἐν καρδίᾳ καθαρᾷ καί πεφωτισμένῳ νοΐ, πρὸς τόν ἀναστάντα Κύριο «Σὺ τῶν ἐν σκότει τό φῶς τό ὑπέρλαμπρον». Ἀμήν

Διαβάστε ακόμα