Μορφές του Μακεδονικού Αγώνα – Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης

Του Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκου – Ιεροκήρυκα της Ι. Μ. Κίτρους

Με αφορμή την ψήφιση από την Ελληνική Βουλή της “συμφωνίας των Πρεσπών”, και την ονοματοδοσία του γειτονικού κρατιδίου σε “βόρεια Μακεδονία”, θα θέλαμε μέσα από την πάντοτε φιλόξενη ιστοσελίδα του Arxon.gr, από την γή της Μακεδονίας, να παρουσιάσουμε μια σειρά από μορφές του ενδόξου Μακεδονικού Αγώνος, οι οποίες θυσιάστηκαν και αγωνίστηκαν για την σωτηρία της Μακεδονίας από τις επιβουλές άλλων λαών, πού ήθελαν είτε να την προσαρτήσουν, είτε και να την αυτονομήσουν. Αυτά δεν τα γράφουμε για να επαναφέρουμε τα μίση και τις έχθρες, αλλά έχοντας επίγνωση του ιστορικού παρελθόντος και μάλιστα του Μακεδονικού ιστορικού παρελθόντος, το οποίο για πολλούς είναι άγνωστο, να μπορέσουμε να αντισταθούμε στην λαίλαπα της παραχαράξεως της ιστορίας, συνεχίζοντας την ιστορική μας πορεία και παρουσία στα αγιασμένα αυτά χώματα της Μακεδονίας. Ένα από τα πρόσωπα τα οποία διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα χρόνια του ενόπλου Μακεδονικού Αγώνος (1904 – 1908), είναι και ο Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης. 

    Ο Γερμανός, κατά κόσμο Στυλιανός Καραβαγγέλης, γεννήθηκε στο χωριό Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου 1866. Οι γονείς του ήταν οι Χρυσόστομος και Μαρία Καραβαγγέλη. Ο Γερμανός ήταν το πρώτο από τα επτά παιδιά της οικογενείας. Σε ηλικία δύο ετών, η οικογένεια μετακομίζει στο Αδραμμύτιο της Μικράς Ασίας. Εκεί ο πατέρας του ασχολείται με το εμπόριο, ανοίγοντας εμπορικό κατάστημα.

    Η έφεση πού δείχνει στα γράμματα, κάνουν τον Μητροπολίτη Εφέσου να τον προσέξει και να τον πάρει υπό την προστασία του. Με υποτροφία τον στέλνει στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοιτά το 1888. Την ημέρα της επιδόσεως των Πτυχίων, χειροτονείται Διάκονος στο Καθολικό της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Ε’ (1887 – 1891) λαμβάνοντας ο όνομα Γερμανός, πρός τιμή του Ιδρυτού της Θεολογικής Σχολής, Πατριάρχου Γερμανού Ε’    

    Μετά την χειροτονία του, μεταβαίνει στην Γερμανία όπου σπουδάζει Θεολογία και Φιλοσοφία. Στις 24 Απριλίου 1891, ανακηρύσσεται Διδάκτωρ Φιλοσοφίας από την Φιλοσοφική Σχολή της Λειψίας, καταθέτοντας Διδακτορική Διατριβή με τον τίτλο “Η περί Θεού διδασκαλία του Θεοφίλου Αντιοχείας”.

   Μετα τις σπουδές του, επιστρέφει στην Πόλη όπου διορίζεται καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, διδάσκοντας Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκκλησιαστική Ρητορική και Εγκυκλοπαιδεία της Ορθοδοξίας.

   Το 1894 κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας, χειροτονείται Πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Η’ (1891 – 1894), ενώ δύο χρόνια μετά εκλέγεται Επίσκοπος Χαριουπόλεως, επί Πατριάρχου Ανθίμου του Ζ’  (1895 – 1897) και τοποθετείται Αρχιερατικώς Προϊστάμενος της Μεγαλωνύμου Κοινότητος Σταυροδρομίου – Πέραν.

   Και στην νέα του διακονία αναπτύσσει τα ποικίλα προσόντα του. Αφυπνίζει τις συνειδήσεις των Ρωμηών της περιοχής. Ιδρύει σχολεία, Παρθεναγωγεία και Αρρεναγωγεία, στα οποία φοιτούν τα Ρωμηόπουλα του Πέραν, ενώ αντιμετωπίζει με επιτυχία την προπαγάνδα των Δυτικών και του Ουνίτου Ιερέως Ιλαρίωνος, τον οποίο συλλαμβάνει και αποσχηματίζει.

   Τα γεγονότα στην Μακεδονία μόλις στην αρχή του 1900, είναι δύσκολα και τραγικά, τόσο για το Πατριαρχείο, όσο και για τον Πατριαρχικό Ελληνισμό που κατοικούσε εκεί. Το Πατριαρχείο για να αντιμετωπίσει την “Βουλγαρική Εξαρχία” αποφασίζει να στείλει νέους Ιεράρχες. Ένας από αυτούς είναι και ο Χαριουπόλεως Γερμανός. Έτσι στις 21 Οκτωβρίου 1900, η Αγία και Ιερά Σύνοδος τον εκλέγει Μητροπολίτη στην Ιστορική Μητρόπολη Καστορίας. Ήταν μόλις τριάντα τεσσάρων ετών.

    Στην Καστοριά, φτάνει στα τέλη του 1900. Δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, αλλά από την επομένη της ενθρονίσεώς του αναλαμβάνει δράση. Γράφει στα απομνημονεύματά του: “Οι βουλγαρικές βλέψεις έφθαναν μέχρι τον ποταμό Αλιάκμονα και τα Καστανοχώρια, και γι’ αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστια της Καστοριάς, για να αποδείξουν μιαν ημέραν στην ευρωπαϊκήν διπλωματίαν, ότι στην Καστοριάν  έπρεπε να χαραχθούν τα σύνορα της ονειρεμένης Μεγάλης Βουλγαρίας”.  

   Στην Καστοριά ο Γερμανός βρίσκει ένα χάος. Έχει συνεχή επικοινωνία με το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου, προσπαθώντας να βρεί τρόπους να αντιμετωπίσει την “Βουλγαρική Εξαρχία”. 

   Στέλνει υπομνήματα πρός την Ελληνική Κυβέρνηση ζητώντας την βοήθεια και την αποστολή αντάρτικων Σωμάτων για την αντιμετώπιση των βιαιοπραγιών των Κομιτατζήδων, αλλά εις μάτην.  Σε επικοινωνία με τον Έλληνα Πρόξενο Μοναστηρίου του λέει: “Μα καλά, κάθε ημέραν χύνεται αίμα ελληνικόν. Κάθε ημέραν οι Ορθόδοξοι αποσκιρτούν. Αυτοί σκοτώνουν. Το Κομιτάτο τους  δυναμώνει. Θα μείνω λοιπόν με τα χέρια δεμένα; Τότε χάθηκε η Μακεδονία”. Από την “Κυανή Βίβλο” της Βρετανικής Κυβερνήσεως του 1903 διαβάζουμε τα εξής: “Η δολοφονία είναι το κυριότερον όπλον τους. Κατά χιλιάδες εφονεύθησαν οι Έλληνες. Αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι, ανδρών και γυναικών ανελεήμονα βασανιστήρια, Ιερέων, Γιατρών, Διδασκάλων, κατακρεουργήσεις, Ναών εμπρησμοί, μιαν γενικήν τρομοκρατίαν πλημμύρα αίματος”. 

    Με την βοήθεια του ήρωος Παπά Σταύρου Τσάμη, έρχεται σε επαφή  με τον Καπετάν Κώττα, τον οποίον με το κήρυγμα και τα επιχειρήματά του, τον μεταστρέφει από την “Βουλγαρική Εξαρχία” στον Ελληνισμό και το Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα ο Κώττας να γίνει σφοδρός πολέμιος των Κομιτατζήδων, μέχρι τον ηρωϊκό του θάνατο. Το ίδιο συνέβη και με τον Γκέλεφ, τον οποίο ο Γερμανός μετέστρεψε στον Ελληνισμό και το Πατριαρχείο. 

    Επικοινωνεί τακτικά με τον Παύλο Μελά. Όταν ο Παύλος Μελάς έρχεται στην σκλαβωμένη Μακεδονία, ο Γερμανός τον συναντά και τον βοηθά με όποιο τρόπο μπορεί. Μάλιστα σε μια συνάντησή τους κατά την τρίτη και τελευταία φορά πού ο Παύλος Μελάς επισκέφτηκε την Μακεδονία, του έδωσε ως δώρο μια εικόνα, με την υπογραφή “Κώστας Γεωργίου”. Αυτό ήταν το ψευδώνυμο του Μητροπολίτου.

   Ο Καστορίας Γερμανός, όμως, θα είναι αυτός πού θα αναλάβει το βαρύ έργο της παραλαβής του σώματος του Παύλου, όταν αυτό το μετέφεραν στην Καστορία, μετά τον θάνατό του, απαιτώντας από τον Τούρκο Διοικητή της Καστοριάς Χουσνή Πασά να το πάρει. Με δάκρυα στα μάτια το έπλυνε και το ενταφίασε στον Ιστορικό Ναό των Ταξιαρχών απέναντι από την Μητρόπολη. 

    Η παρουσία του και μόνο όταν έβγαινε σε περιοδείες, προκαλούσε δέος: “Πρώτα είχα πάντοτε δύο θαυμάσια άλογα δικά μου στην Μητρόπολη. Έπειτα όταν έκανα κάποια επικίνδυνα ταξίδια, ντυνόμουν κάπως διαφορετικά. Έριχνα επάνω μου ένα μαύρο εγγλέζικο αδιάβροχο, φορούσα μπότες ψηλές ως το γόνατο, το αντερί μου το σήκωνα και το έπιανα στις άκρες του μέσα στις τσέπες του, και απάνω από το καλυμμαύχι μου έριχνα ένα μαύρο μαντήλι. Στον ώμο μου κρεμόταν το μάλινχερ και στο στήθος μου σταυρωτά κάτω από το αδιάβροχον διακρινόταν οι φυσιγγιοθήκες και τα φυσέκια μου….”.

   Οι Βούλγαροι μετά την αποτυχία της “Επαναστάσεως του Ίλιντεν” γίνονται ακόμα πιο σκληροί. Ο Καστορίας Γερμανός συνεχίζει να ενοχλεί την Κυβέρνηση με γράμματα.

   Με τον Έλληνα Πρόξενο Θεσσαλονίκης Λἀμπρο Κορομηλά με τον οποίο έχει επικοινωνία, γράφει στα απομνημονεύματά του: “Μ’ όλους τους οπλαρχηγούς βρισκόμουν σε διαρκή αλληλογραφίαν, καθώς και με το Προξενείον Μοναστηρίου και με τις Μητροπόλεις Σισανίου, Γρεβενών, Σερβίων, Φλωρίνης, Κορυτσάς, και Μοναστηρίου……”. 

   Οι Βούλγαροι, προσπαθούν να τον σκοτώσουν, στήνοντας συνεχώς παγίδες, αλλά το καλά οργανωμένο δίκτυό του τον πληροφορούσε και έτσι τις απέφευγε. Ο Καστορίας Γερμανός επισκέπτεται τον φίλο και συμμαθητή του από την Χάλκη Μητροπολίτη Κορυτσάς Φώτιο. Μετά από παραμονή δύο ημερών, ο Καστορίας φεύγει χωρίς να γίνει αντιληπτός. Από παρανόηση και άγνοια, ο Κορυτσάς Φώτιος ενώ βγαίνει για περιοδεία, Τουρκαλβανοί τον συλλαμβάνουν και τον σκοτώνουν με άγριο τρόπο στις 12 Σεπτεμβρίου 1906 νομίζοντας ότι είναι ο Καστορίας.

   Ο Γερμανός μεταβαίνει στην Κορυτσά για να κηδέψει τον Φώτιο, ενώ ο λόγος του ενδυναμώνει το ορφανεμένο ποίμνιο. Μετά την κηδεία, αρχίζει τις ανακρίσεις, ώστε να ανακαλύψει τους δολοφόνους του Κορυτσάς Φωτίου. Έπειτα από έρευνες, τους ανακαλύπτει στέλνοντας μια λεπτομερή έκθεση στο Πατριαρχείο.

   Ένα “λάθος” όμως, θα γίνει η αιτία να απομακρυνθεί ο Γερμανός από την Καστοριά. Από λάθος πληροφόρηση πού ήρθε από την Βιέννη, η εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” δημοσίευσε την είδηση του θανάτου του Γερμανού, αναφερομένη στην όλη δράση του. Όταν αποκαλύφθηκε το λάθος, οι αρχές, ζήτησαν από το Πατριαρχείο την απομάκρυνση του Γερμανού.

   Ο Γερμανός επιστρέφει στην Πόλη και εκεί εξιστορεί όλη την δράση και τα γεγονότα στον Γέροντα Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ’. Ένα χρόνο μετά το 1908, το Πατριαρχείο τον εκλέγει στην Ιστορική Μητρόπολη του Πόντου την Αμάσεια.

   Από την νέα του έπαλξη ο Γερμανός, αγωνίζεται για τα δίκαια του Ποντιακού Ελληνισμού και του Πατριαρχείου. Περιοδεύει όλα τα χωριά. ιδρύει σχολεία και Εκκλησίες. Συντάσσει νέους Κανονισμούς για την καλλίτερη λειτουργία των Κοινοτήτων, οργανώνει Σωματεία και Συλλόγους, ενώ ανεγείρει και Φιλανθρωπικά Καταστήματα.  

 Το 1914, αρχίζουν οι διώξεις των Αρμενίων και των Ελλήνων. Προσπαθεί να σώσει πολλούς, και Αρμενίους και Ρωμηούς. Το 1915 σώσει αρκετά Αρμενόπουλα, ενώ το το 1916 σώσει την πόλη της Αμισού. Το 1917, ο Αμασείας Γερμανός απελαύνεται στην Πόλη. Εκεί θα παραμείνει μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.   

  Το 1921, ο Πατριαρχικός Θρόνος παραμένει κενός. Ο Αμασείας Γερμανός ήταν ένας από τους υποψηφίους. Τελικά Πατριάρχης του Γένους, εκλέγεται ο Μελέτιος δ’ ο Μεταξάκης. Με την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο Αμασείας καταδικάζεται σε θάνατο. Το Πατριαρχείο τον απομακρύνει και τον εκλέγει στην Ιστορική του Μητρόπολη Ιωαννίνων.

   Στην Μητρόπολη Ιωαννίνων, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, θα παραμείνει μέχρι το 1924, όπου το Πατριαρχείο τον εκλέγει Μητροπολίτη Αυστρίας και Έξαρχο Μεσευρώπης και Ουγγαρίας. Στη νέα του Επισκοπή, ο Γερμανός θα παραμείνει μέχρι της 11 Φεβρουαρίου 1935, όπου και πεθαίνει. Τα αίτια του θανάτου του, όπως είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο του Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος Βιέννης, είναι η αρτηριοσκλήρωση και η αποπληξία. Η ταφή του έγινε στο Ελληνικό τμήμα του Κοιμητηρίου της Βιέννης, στις 15 Φεβρουαρίου 1935. 

   Μετά από 24 χρόνια και ύστερα από την παράκληση της ανιψιάς του από αδελφή, η Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών Θεσσαλονίκης, μετέφερε τα οστά του στην Θεσσαλονίκη στις 12 Ιουνίου 1959 και από εκεί στην Καστοριά όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον Αδριάντα του. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Αυστρίας Χρυσόστομος, ο οποίος συμμετείχε στην εκταφή και την μεταφορά των οστών του στην Ελλάδα, γράφει: ” Εκταφή των οστών εγένετο την 14ην Μαΐου 1959 ώραν 09:00 πρωϊνήν. Τα οστά του ετέθησαν εντός κιβωτίου και παρεδόθησαν την 11ην ιουνίου 1959 εις ειδικήν επιτροπήν εκ μέρους του Επισκόπου Θερμών Χρυσοστόμου [είναι ο μητροπολίτης Αυστρίας Χρυσόστομος]. Δι’ αεροσκάφους μετεφέρθησαν την 12ην Ιουνίου 1959 εις την Θεσσαλονίκην και εκείθεν εις Καστοριάν και ετοποθετήθησαν κάτωθεν του αδριάντος του Ιεράρχου εις κρύπτην την 14ην Ιουνίου 1959 ημέραν Κυριακήν”.  

    Στην διαθήκη του την οποία συνέταξε δύο χρόνια πρίν από τον θάνατό του, εκτός των άλλων αναφέρει και το εξής συγκλονιστικό: “Δεν χρωστώ σε κανέναν τίποτα. Ούτε οβολόν. Εις το Γἐνος πρόσφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του ’21. Αντιθέτως, το Κράτος χρωστά πολλά εις εμέ”. 

   Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, αποτελεί μια Ηγετική φυσιογνωμία παράδειγμα πρός όλες τις γενιές. Με το θάρρος και την αποφασιστικότητά του, κατάφερε να διασώσει τον Πατριαρχικό Ελληνισμό της Μακεδονίας, αλλά και τα δίκαια του Πατριαρχείου, σε μια δύσκολη εποχή για το γένος και την Μακεδονία. Με τα φλογερά κηρύγμά του, εμψύχωσε τους κατοίκους της Μακεδονίας αλλά και του Πόντου. Με την αλληλογραφία του, προσπαθούσε να ξυπνήσει την υπνώτουσα συνείδηση των Αθηνών.

   Επάνω σε τέτοιους ανθρώπους, στηρίζεται το Γένος. Επάνω σε αυτές τις θυσίες και τα αίματα αγίων και ηρώων, η Μακεδονία μας, ζή και αναπνέει εδώ και εκατό και πλέον χρόνια τον αέρα της ελευθερίας. Αυτά τα αίματα, και αυτές τις θυσίες, εμείς οι απόγονοι, διάδοχοι και κληρονόμοι τους, δεν έχουμε δικαίωμα να τα απεμπολήσουμε. γιατί τότε θα είμαστε υπόλογοι σε αυτό αυτό πού γράφει ο Μεγάλος μας Ποιητής Κωστής Παλαμάς και βρίσκεται στην είσοδο του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνος στην Θεσσαλονίκη.

“χρωστάτε

κι όσους ήρθαν πέρασαν, 

θα ρθούνε, θα περάσουν 

κριτές θα μας δικάσουν

οι αγέννητοι οι νεκροί”.

Αιωνία του η μνήμη


Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης τελεί Τρισάγιο στον Παύλο Μελά

Διαβάστε ακόμα