«Οι ζηλωτές της μετάνοιας του Πέτρου»

Του Παντελεήμονα Λεβάκου, υπ. Δρ., Τμήμα Θεολογίας ΕΚΠΑ

Είναι γεγονός ότι η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, έχει τα θεμέλιά της στο Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, το οποίο χύθηκε επάνω στον Τίμιο Σταυρό για την σωτηρία του κόσμου. Ο Θεάνθρωπος, μετά την Ανάστασή Του, υποσχέθηκε στους μαθητές Του ότι ο Πατέρας θα πέμψει τον Παράκλητο (δηλαδή το Άγιο Πνεύμα) προς αυτούς ώστε να φωτιστούν οι διάνοιές τους και το Ευαγγέλιο να κηρυχθεί στα Έθνη. Η διάδοση της νέας θρησκείας, αναπόφευκτα, προκάλεσε αντιδράσεις αρχικά στην ιουδαϊκή κοινωνία των Ιεροσολύμων και στην συνέχεια σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή οικουμένη. Οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν στους διωγμούς των χριστιανών σε όλες τις περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι ο Μέγας Κωνσταντίνος, σε συνεργασία με τον Λικίνιο, να υπογράψουν το «διάταγμα των Μεδιολάνων» (313), με άλλα λόγια την παύση των διωγμών. Ο Ισαπόστολος Κωνσταντίνος διέβλεψε ότι ο χριστιανισμός θα αποτελούσε παράγοντα ενότητας της νέας «Ρωμαϊκής» αυτοκρατορίας, η οποία με την πάροδο των ετών άλλαξε την ονομασία της σε «Βυζαντινή».

Την ένδοξη θεοφρούρητη Αυτοκρατορία διαδέχεται η σκοτεινή και ιδιαίτερα αιματηρή βασιλεία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί, ως οπαδοί του Ισλάμ, έχουν ως σκοπό τους την υποταγή όλων των χριστιανικών πληθυσμών του τότε γνωστού κόσμου. Η Εκκλησία του Κυρίου Ιησού Χριστού, η οποία υπέμεινε τους διωγμούς του φιλοσόφου Μάρκου Αυρηλίου, του αιμοσταγούς – παγανιστού Δεκίου και του μονάρχη Διοκλητιανού, κλήθηκε να υπομείνει τους διωγμούς των οπαδών της «θρησκείας» του εμπόρου Μωάμεθ. Το νέο «νέφος μαρτύρων» έλαβε την ονομασία «Νεομάρτυρες», οι μορφές των οποίων απετέλεσαν την ανακαίνιση των θεμελίων της χριστιανικής πίστης και την αναζωπύρωση του πόθου της ελευθερίας, κυρίως για τον χειμαζόμενο (παρά τις αντίθετες απόψεις των νεόκοπων ιστορικών των ημερών μας) από τους Οθωμανούς, ελληνικό λαό. Μεταξύ των Νεομαρτύρων αυτών συγκεταλέγονται δύο νέα παιδιά, ο Δημήτριος από την Χώρα της Τριφυλλίας και ο Παύλος από το Σοπωτό των Καλαβρύτων. Ο Δημήτριος και ο Παύλος διέφεραν ως προς την χρονική στιγμή του μαρτυρίου τους – ο μεν Δημήτριος μαρτύρησε στις 14 Απριλίου 1803, ο δε Παύλος στις 22 Μαΐου 1818.

Ο βίος των Αγίων ομοιάζει σε πολλά σημεία· δύο νεαρά παιδιά τα οποία ζούσαν την οικονομική εξαθλίωση των οικογενειών τους ως απότοκο της δυσβάστακτης οικονομικής πολιτικής των κατακτητών προς τους Έλληνες, καλούνται να αναζητήσουν και ανακαλύψουν χρήματα ώστε να συντηρηθούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Ο Δημήτριος καταφθάνει στην Τριπολιτσά για να εργαστεί και να συλλέξει ορισμένα χρήματα· ο Παύλος (ως κοσμικός ακόμα υπό το όνομα Παναγιώτης) εργάζεται ως υποδηματοποιός για να ενισχύσει την οικογένειά του. Ο Δημήτριος ανταλλάζει τον βιωματικό χαρακτήρα του χριστιανισμού, την χαρά της Αναστάσεως και την προοπτική της αιώνιας Ζωής (ως αποτέλεσμα της κοινωνίας με τον Θεό) με την υλιστική (και πολεμική) θεώρηση του κόσμου, όπως αυτή υπαγορεύεται από το Ισλάμ. Ο Παναγιώτης, μετέπειτα μοναχός Παύλος, υποκύπτει στις πιέσεις του Οθωμανού τοκογλύφου και ενδύεται τα οθωμανικά φορέματα.

Ο Διάβολος, έχοντας υποδουλώσει αυτές τις δύο ψυχές, χαίρεται με την πτώση των δύο αυτών ανθρώπων. Πανηγυρίζει, καθώς πιστεύει ότι η απώλειά τους είναι δεδομένη και ότι δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν στην αρχαία τους πατρίδα, δηλαδή στον Παράδεισο. Ο φθόνος του Διαβόλου για το ανθρώπινο γένος έχει καρποφορήσει καθώς θεωρεί ότι ο Δημήτριος και ο Παναγιώτης (Παύλος μοναχός) δεν θα γευτούν ποτέ την χαρά της κοινωνίας με τον Πλαστουργό τους. Ο εχθρός του ανθρώπου απολαμβάνει τον θριάμβο του καθώς παρακολουθεί τον Δημήτριο και τον Παναγιώτη (με τούρκικα ονόματα) να κερδίζουν σεβαστά χρηματικά ποσά από την δουλοπρέπειά τους προς τους κατακτητές της πατρίδας τους.

Ωστόσο, ο Διάβολος αγνοεί την καρδιά των δύο αυτών ανθρώπων. Ο Διάβολος αγνοεί ότι οι δύο αυτοί πεπτοκώτες είχαν γαλουχηθεί από τον λόγο του Ευαγγελίου και σε μια στιγμή αδυναμίας έπεσαν στην αμαρτία. Ο Διάβολος αγνοεί ότι ο Κύριος της Δόξης είναι ο Μόνος ο οποίος γνωρίζει τις καρδιές αυτών των πλανεμένων ανθρώπων. Οι συνειδήσεις αυτών των δύο ανθρώπων αφυπνίζονται και οι ψυχές τους αναζητούν την λύτρωση από την αμαρτία την οποία διέπρεξαν. Οι δύο αυτοί πεπτωκότες ανατρέχουν στο Ευαγγέλιο ώστε να αντλήσουν δύναμη από το χαρμόσυνο μήνυμα του Σωτήρα. Στο ευαγγελικό κείμενο διαβάζουν ότι ο Απόστολος Πέτρος, ακολουθώντας από μακριά τον Λυτρωτή να δικάζεται από τον Άννα και τον Καϊάφα, Τον είχε αρνηθεί τρείς φορές και μάλιστα ορκιζόταν ότι δεν Τον γνώριζε. Ωστόσο, ο Δημήτριος και ο Παύλος (ο λαϊκός Παναγιώτης εκάρη Παύλος μοναχός στην Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους), συνειδητοποίησαν ότι ο Πέτρος μετανόησε για την άρνησή του «κλαίοντας πικρώς» και εν συνεχεία ανέτρεξαν στον επίλογο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου όπου ο Διδάσκαλος αποκαθιστά τον Πέτρο στο αποστολικό αξίωμα μέσω των περίφημων τριών ερωταποκρίσεων.

Ο υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης σημειώνει χαρακτηριστικά: «Εσείς, οι οποίοι ζηλέψατε με όλη σας την καρδιά την μετάνοια του Πέτρου, σωθήκατε από τις παγίδες του εχθρού όπως τα ωδικά πτηνά. Με τα θερμά δάκρυά σας και με συντετριμμένη ψυχή δεχθήκατε στην καρδιά σας την φλόγα να βρεθείτε στον Ουρανό. Για τον λόγο αυτό, και οι δύο σας, δείξατε θαυμαστή άμιλλα – συνεργασία στους μαρτυρικούς σας αγώνες και απεβάλλατε το παλαιό σας φρόνημα. Με τους αγώνες αυτούς δοξάσατε τον Χριστό και με το δικό σας αίμα λαμπρύνατε την ομολογία της χριστιανικής σας ευσέβειας. Επομένως, Δημήτριε μακάριε και Οσιομάρτυρα Παύλε, εσείς οι οποίοι στεφανωθήκατε με το στεφάνι του μαρτυρίου, μην παύσετε να είστε προεξάρχοντες και προστάτες όσων τιμούν την άθλησή σας». Οι Νεομάρτυρες Δημήτριος και Παύλος, γεμίζοντας ελπίδα από το παράδειγμα του Αποστόλου Πέτρου, σπεύδουν στην Τρίπολη για να ομολογήσουν τον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Ιησού Χριστό και με το αίμα τους να ξεπλύνουν την ντροπή της αμαρτίας τους. Η συντετριμμένη τους ψυχή είναι εκείνη η οποία δεν τους αφήνει να δειλιάσουν ακόμα μία φορά στα ανταλλάγματα που δέχονται και τα δάκρυά τους είναι εκείνα τα οποία αναδεικνύουν το μεγαλείο της αγάπης τους προς τον Θεό. Ο Διάβολος δεν αντέχει στην θέα αυτών των δύο ανθρώπων να σπεύδουν στο μαρτύριο και οι Νεομάρτυρες πρόθυμα δέχονται να ταπεινωθούν και να αποκεφαλιστούν για την δόξα του Αναστάντος Χριστού. Ο Δημήτριος αποκεφαλίζεται στις 14 Απριλίου 1803 και δεκαπέντε χρόνια αργότερα, όταν ο Παύλος διανυκτερεύει στο Άργος, εμφανίζεται στο όραμα του τελευταίου με σκοπό να τον καλέσει να μαρτυρήσει στην Τρίπολη στις 22 Μαΐου 1818.

Η θυσία των Νεομαρτύρων για την αγάπη του Χριστού και την ελευθερία της Πατρίδος αποτελεί την απόδειξη ότι οι Έλληνες, ως λαός, είναι ιδιαίτερα δεμένος με την πίστη του και την Πατρίδα του. Η θυσία των Νεομαρτύρων θα πρέπει να αποτελέσει μια «αφύπνιση» για την χριστιανική μας ταυτότητα και θα πρέπει να αναρωτηθούμε για το πόσο ικανοί είμαστε να θυσιάσουμε το φρόνημα και τον εαυτό μας για τον Θεό. Οι Νεομάρτυρες της Τριπόλεως, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδος, δεν απαιτούν να δώσουμε το αίμα μας· μας παρακαλούν να μην απωλέσουμε ότι είμαστε χριστιανοί και ότι η ζωή μας πρέπει να είναι δοξαστική προς τον Θεό. Οι Νεομάρτυρες μας καλούν να μην απωλέσουμε την εθνική μας ταυτότητα και να αντισταθούμε (ειρηνικά πάντοτε και όχι φανατικά) στην ισλαμοποίηση της κοινωνίας μας – άλλωστε οι ορδές των μουσουλμάνων ασυγκράτητες μας κατακλύζουν και κανένας δεν αντιδρά. Οι Νεομάρτυρες μας προσκαλούν στην πανήγυρή τους με σκοπό να θυμηθούμε την ιστορία μας και τις ευεργεσίες του Θεού προς το Έθνος μας. Τέλος, οι Νεομάρτυρες μας ωθούν στο να προβληματιστούμε εάν όντως μπορούμε και εμείς να καταστούμε «ζηλωτές» της μετάνοιας του Πέτρου ή απλά (και φαινομενικά) επικαλούμαστε το όνομά τους χωρίς να βιώνουμε το μέγεθος της αγάπης τους προς τον Θεό και της εθελούσιας προσφοράς τους, αμήν!

Διαβάστε ακόμα