Οι τηλεοπτικές παρουσιάσεις της “αγιότητας” στην υπηρεσία της εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης

Του Ιωάννου Π. ΜπουγάΘεολόγου

Νέα ανθρωπολογικά μοντέλα, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, αρχίζουν να επιβάλλονται στους ορθοδόξους χριστιανούς, ένεκα της μεταφοράς, στη μεγάλη (κινηματογράφος) και στη μικρή οθόνη (τηλεόραση), της ζωής συγχρόνων αγίων. Μία ωραία φαντασιακή εικόνα,που παλαιότερα γινόταν, με την προβολή αντίστοιχων ταινιών δυτικής προελεύσεως αναφορικά με τη ζωή του Χριστού. Μάλιστα η τελευταία τηλεπαραγωγή είχε «καθηλωτική πρεμιέρα» και την παρακολούθησαν πάνω από ενάμιση εκατομμύριο τηλεθεατές (in.gr στις 12-2-2022,άρθρο με τίτλο: Ποιά είναι η ιστορία του Αγίου Παϊσίου που «μάγεψε» τους τηλεθεατές…).

Όμως είναι ανάγκη να επισημάνουμε ότι οι παρούσες ταινίες αναφέρονται στο βιολογικό χρόνο των αγίων και σε μία κοσμική διάσταση της ζωής τους τονίζοντας μία ιδιάζουσα ηθικολογία προτεσταντικού τύπου και επενδύοντας στο ψυχολογικό συν-αίσθημα των θεατών. Προφανώς οι θεατές των ταινιών αυτών αγνοούν ότι οι προβαλλόμενοι άγιοι έζησαν, έδρασαν και αγίασαν εντός της Εκκλησίας και όχι στις αίθουσες των κινηματογράφων ή στους καναπέδες των σαλονιών με φυσιοκρατική ή και ρεαλιστική απεικόνιση. Οι άγιοι βρίσκονται στο ναό και συμμετέχουν στη Λειτουργική σύναξη ως μέλη της Εκκλησίας, και όχι ως ηθοποιοί και πρωταγωνιστές στη μεγάλη ή μικρή οθόνη.

Τα καινοφανή αυτά γεγονότα τείνουν να αντικαταστήσουν την ορθόδοξη ευσέβεια και την εκκλησιαστική πραγματικότητα, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν προβάλλοντας και τις αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας, συγχρόνως μάλιστα αλλοτριώνουν με τον τρόπο αυτό, για μία ακόμη φορά, το εκκλησιαστικό ήθος, με τη δυσοίωνη αλλά όχι απίθανη πρόβλεψη, ότι κάποια εκκλησιαστική αρχή στο μέλλον θα εντάξει στις ιερές ακολουθίες την προβολή θρησκευτικών ταινιών ή και ένα σύνολο εκδηλώσεων (συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και άλλα δρώμενα)με βίους συγχρόνων ή παλαιοτέρων αγίων. Με τον τρόπο αυτό ο λαός και οι μη έχοντες σχέση με την ορθόδοξη εκκλησιαστική κοινότητα, αποκτούν την ψευδαίσθηση της παθητικής συμμετοχής στη ζωή των αγίων, μέσα από την τηλεόραση, την οθόνη κινηματογράφου ή το διαδίκτυο, χωρίς να συμμετέχουν σε αυτήν λειτουργικά και ευχαριστιακά, όπως η Εκκλησία την παρουσιάζει στη λατρεία της και με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Βεβαίως η κινηματογραφική τέχνη ως μορφή έκφρασης πολιτισμού, ομορφιάς συμμετρίας και ρυθμού, όσο τέλεια και αν είναι, δεν είναι λειτουργική πράξη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει καμμία αναφορά ακόμη και αν είναι κατευθυνόμενη και χρηματοδοτούμενη από εμπορικούς κύκλους και μάλιστα μοναστικούς, που υποτίθεται ότι τηρούν την ασκητική ζωή ή ακόμη από μεγάλες εκκλησιαστικές κοινότητες, που δεν υπηρετούν το ανθρώπινο πρόσωπο στην αναζήτηση της Αληθείας αλλά κυρίως επιδιώκουν την αναζήτηση χρημάτων ή επενδυτικούς σκοπούς εργαλειοποιώντας και την κινηματογραφική προβολή της ζωής των αγίων. Εξάλλου και για τους μοναχούς «ο μόνος τρόπος για να προσέλθη κανείς αληθινά στην Εκκλησία είναι ένας αυστηρός ασκητισμός… Όχι το Folklore, οι λαϊκές παραδόσεις της καθημερινής ζωής, άλλ’ ή νηστεία και ή μετάνοια…» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 220).

Οι ταινίες αυτές προτείνουν στους θεατές να χτίζουν τη ζωή τους σε έναν πολιτισμό εικόνων και φαντασίας, στην επίπλαστη εφήμερη γνώση, στην έμμεση επικοινωνία της μαζικής πληροφόρησης και του χρήματος και όχι στην άμεση ανθρώπινη αλληλοσυμπλήρωση, στην καλλιέργεια αλλαγής του αμαρτωλού εαυτού, στην κοινωνία, στις γιορτές των αδελφών τους, στις σχέσεις τους με τους αγίους, όπως αυτές οριοθετούνται στην ορθόδοξη λατρεία και στο ναό. Οι θεατές στηρίζουν απρόσωπες διεργασίες, αρκούνται στην ασφάλεια, σαν αυτήν που προσφέρουν τα σούπερ μάρκετ και οι καταναλωτικές εταιρίες, ικανοποιούνται μέσα από μία εικονική πραγματικότητα, δηλαδή ψεύτικη προβολή αγιότητας, διαφορετική από την πραγματική απεικόνισή της, την εκκλησιολογική δηλαδή διάσταση της.

Η αλλοτρίωση αυτή του εκκλησιαστικού γεγονότος στον Ελλαδικό χώρο πραγματοποιείται πολλές φορές με τις ευλογίες κληρικών και πολλοί χριστιανοί θεατές των ταινιών αυτών θεωρούν ως θετικό το γεγονός της παρουσιάσεως κινηματογραφικά της ζωής των αγίων, επειδή προβάλλονται αξίες όπως πίστη, πατρίδα, παράδοση, αγνοώντας ότι οι ταινίες αυτές παρουσιάζουν έναν απόλυτο εκδυτικισμό της ορθόδοξης πίστης,γιατί πολύ απλά ο κινηματογράφος ή το θέατρο δεν αποτελούν τρόπο εμπειρικής βιώσεως όπως η ορθόδοξη παράδοση λειτουργικά το φανερώνει και βεβαίως δεν υπάρχει η σχέση που προκύπτει μέσα από την άδολη πίστη του λαού, όταν δηλαδή ο πιστός λαός πήγαινε να ανάψει κερί στον άγιο, να τιμήσει και να μιμηθεί αυτόν και όχι να κόψει εισιτήριο σε κινηματογραφική αίθουσα για να δει τα περί της ζωής του αγίου στον κοσμικό χρόνο. Άλλωστε μια τέτοια μορφή τέχνης με τους αντίστοιχους επιδιωκόμενους σκοπούς, δεν μπορεί να διεκδικεί καμμία διάσταση πολιτισμού, γιατί πολιτισμός που πληρώνεται δεν είναι πολιτισμός αλλά εμπορική συναλλαγή με ημερομηνία λήξης.

Η αλλοτρίωση της πραγματικότητας του μυστηρίου της Εκκλησίας μπορεί στο μέλλον να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.Για παράδειγμα εάν σε μια πανήγυρη ενός αγίου, ο διοικητικός προϊστάμενος του ναού, φέρελπις κληρικός και δεινός χειριστής των συγχρόνων οπτικοακουστικών μέσων, του οποίου τα δάκτυλα αποτελούν συνέχεια του κινητού του, αποφασίσει κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας την προβολή σε γιγαντοοθόνη ή και στην κόγχη του ιερού βήματος, σκηνών από το βίο του τιμωμένου αγίου, με σκοπό κατά τη«θεολογική» του άποψη, να προσεγγίσουν καλύτερα οι ορώντες πιστοί τη ζωή του αγίου και να τον μιμηθούν και συγχρόνως με τον πρωτότυπο αυτόν τρόπο να προσελκύσει περισσοτέρους πιστούς. Βεβαίως στη συνέχεια ή και ταυτόχρονα εάν το επίτευγμά του αυτό το προβάλει στο Facebook, προκειμένου να συγκεντρωθούν πολλά likes, από τους ανά τον κόσμο διαδικτυακούς φίλους του, τότε το εγχείρημα θα έχει και την αντίστοιχη επιτυχία του. Σε λίγο καιρό η πράξη του αυτή θα επαναλαμβάνεται και από άλλους κληρικούς και έτσι θα γίνει μια συνήθεια στην Εκκλησία. Και αμέσως τίθεται το παρακάτω ερώτημα: Πως θα είναι δυνατόν να βιώσει ο πιστός τη συμμετοχή του στη Θεία Ευχαριστία στην εορτή ενός αγίου, μετά από μία τέτοια διαδικτυακή αναμετάδοση; Στη συνέχεια με την κάμερα θα γίνεται καταγραφή όσων απουσίαζαν από τη σύναξη, ενώ θα ενημερώνεται ταυτόχρονα η συμβεβλημένη με το ναό εταιρία Delivery και ο απουσιάζων πιστός θα λαμβάνει συντόμως, με το αζημίωτο βεβαίως, το αντίδωρό του διπλωμένο, μάλιστα ως ύψωμα (άλλη εφεύρεση εκκοσμίκευσης προς άγραν κερδών), στον τόπο της κατοικίας του. Αλλά το «ωραιότερο» όλων θα είναι η virtualreality (εικονική πραγματικότητα), συμμετοχή σε τελούμενες ακολουθίες από φωτισμένους γέροντες του Αγίου Όρους ή άλλων Ι. Μονών και τότε πως άραγε θα αντιμετωπίσει η «ποιμαίνουσα» Εκκλησία την απομάκρυνση των πιστών της από την ενοριακή ευχαριστιακή σύναξη, αφού με την εικονική «συμμετοχή» στις ακολουθίες δεν θα χρειάζεται να προσέλθουν στην ενορία τους; Κάποιοι ενδεχομένως να πουν ότι αυτά είναι υπερβολικά, αλλά η ιστορία, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, αποδεικνύει ότι κανείς δεν πίστευε στην πραγματοποίηση «εικονικού» ανάμματος κεριού, ότι οι Ι. Μονές θα γίνονται εμπορικά κέντρα με διεθνείς οικονομικές συναλλαγές, ότι οι ιερείς θα συνδικαλίζονται, ότι οι Επίσκοποι θα απαγγέλλουν πολιτικά διαγγέλματα, ότι η ποιμαντική τέχνη θα ασκείται μέσα από τα ηλεκτρονικά δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, ότι τα μυστήρια θα τελούνται σε ψευτοπαρεκκλήσια πολυτελών ξενοδοχείων ή τέλος ότι θα υπάρχει διαδικτυακή εξομολόγηση και τόσες άλλες αλλοτριώσεις;

Η τηλεοπτική και κινηματογραφική αυτή αντιμετώπιση του αγίου γίνεται ασυνειδήτως τις περισσότερες φορές αποδεκτή από το Χριστεπώνυμο πλήρωμα, το οποίο εκφράζεται με αρκετή θρησκοληψία,συναίσθημα,ιδεοληψίες. Εκφράσεις, οι οποίες γενικότερα εντάσσονται στο αλλοτριωμένο εκκλησιαστικό περιβάλλον, που θεωρεί ότι η θρησκεία προηγείται της Εκκλησίας.Για όλους αυτούς τους «θρησκευόμενους» η Εκκλησία δεν είναι η μεταμορφωτική δύναμη των ανθρώπων και του κόσμου από τα έσχατα στο παρόν, αλλά ο χώρος για την επίτευξη μιάς συναισθηματικής ηρεμίας, ψυχολογικής ανακούφισης, ή ηθικής βελτίωσης. Ο ρεμβασμός των παρακολουθούντων το «θέαμα» της καλής ή κακής σκηνοθετικά ταινίας με θέμα τη βιοτή ενός αγίου δίνει αποσπασματική και μερική κατανόηση της αγιότητος, θέαση που συνδέεται με το πάθος της περιέργειας, το οποίο προέρχεται από το αίσθημα της απουσίας νοήματος ζωής,δηλαδή από το αίσθημα του κενού που βιώνει ο άνθρωπος σήμερα, ο οποίος θεωρεί ως ύψιστη αξία την κάθε είδους απόλαυση και κυριευμένος από την «εικόνα» χαίρεται επίπλαστα, χωρίς όμως να μεταμορφώνει την ύπαρξή του σε ύπαρξη που αγαπά όπως έπραξαν οι άγιοι.Οι παρακολουθούντες βλέπουν μια φαντασιακή πραγματικότητα, η οποία υποκαθιστά την άμεση σχέση, κείνται αντί –απέναντι- του Χριστού και έτσι δεν μπορεί να υπάρξει σχέση, συνάντηση, κοινωνία. Τον τελευταίο μάλιστα καιρό, και σίγουρα στο μέλλον, το θέαμα θα έχει γίνει επεξεργασία δεδομένων, τα οποία ο καθένας τις περισσότερες φορές θα μπορεί να καταγράφει, να ανεβάζει, να μοιράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προς τέρψη της απομονωμένης εγωϊστικής του έπαρσης και φίλαυτης διάθεσής του, με αποτέλεσμα αυτή η ακατάσχετη ροή δεδομένων να μερίζει το πρόσωπο και να το κάνει άτομο. Αντιθέτως οι συμμετέχοντες στην ασκητική προσέγγιση και λειτουργική μίμηση του αγίου,που εγκαταλείπουν την αίσθηση της περιέργειας, κινούνται στο πέλαγος της απάρνησης του εαυτού τους, γυμνοί από τα πάθη και με ταπείνωση προσπαθούν να συναντήσουν το θαύμα της ελευθερίας του θανάτου του Θεού στο μυστήριο της Εκκλησίας, προγευόμενοι με τον τρόπο αυτό την υπάρχουσα, παρούσα και ερχόμενη Βασιλεία του Θεού, όπως και οι άγιοι.

Κανένα κινηματογραφικό γεγονός δεν μπορεί να υποκαταστήσει ή να αντικαταστήσει τη συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή και στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Καμία σημασία δεν έχει για τον μέτοχο της ευχαριστιακής συνάξεως αν η ταινία ήταν πετυχημένη ή αποτυχημένη, αυτό είναι έργο των κριτικών της τέχνης. Καμμία σημασία δεν έχει αν η κάθε ταινία συγκίνησε ή όχι, αν μετέφερε ορθά τη βιοτή του αγίου ή όχι. Για τον χριστιανό η τιμή και η μίμηση του αγίου, που είναι ο «φίλος του Χριστού», γίνεται εντός της Εκκλησίας και με τους τρόπους που Αυτή υποδεικνύει.

   Εκείνος που συμμετέχει στη ζωή του αγίου καθίσταται πρόσωπο, όχι θεατής. Υπερβαίνει τη διαιρετική λογική των εμπόρων της τέχνης. Λειτουργεί στην κοινότητά του με πραγματική ευθύνη ως μέλος ενός ζωντανού σώματος, που δεν έχει σκοπό την καθυπόταξη των ανθρώπων μέσω του κέρδους. Μαθητεύουμε στην Εκκλησία με την ταπείνωση, με την κένωση του εαυτού μας προς χάριν του πλησίον, με τη θυσία. Μαθητείες, τις οποίες δεν μπορεί να πράξει ο θεατής της ταινίας γιατί στέκεται μακρόθεν του Άλλου, αμέτοχος και απαθής. Δέσμιος του θεάματος και της εικονικής πραγματικότητας.

   Στην εκκλησιαστική σύναξη δεν είναι διαχωρισμένος αυτός που συμμετέχει από αυτόν που παρατηρεί αλλά ο καθένας συλλειτουργεί κοντά στον ερχόμενο και ήδη παρόντα Χριστό, συμμετέχει με όλη την ύπαρξη του, αναλαμβάνοντας συγκεκριμένο διακόνημα. Αυτό που προτείνει ο Χριστός και οι άγιοί Του είναι η Ανάσταση κάθε σταυρωμένου ανθρώπου. Αυτό που ακολουθούν οι συμμετέχοντες πιστοί δεν είναι ένα προσωπείο μιας κινηματογραφικής εικόνας αλλά ένα πρόσωπο Ζωοποιό, για όλους τους ανθρώπους της γής, γι’αυτό και σε καμμία περίπτωση δεν είναι θέαμα, αλλά είναι κίνηση και ζωή. Η Θεία Λειτουργία δεν είναι ατομικό γεγονός αλλά εκκλησιαστική σύναξη ζώντων και κεκοιμημένων, αγίων και αμαρτωλών, η οποία τελείται ενώπιον της εκκλησιαστικής κοινότητος γι’ αυτό και όλες οι αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας δεν είναι ατομικά γεγονότα, αλλά πράξεις σημαίνουσες την Εκκλησία. Οι χριστιανοί είναι μέλη μιάς κοινωνίας προσώπων με προοπτική, μιάς δυναμικής κοινωνίας σχέσεων, η οποία οδεύει στα έσχατα, μιάς κοινωνίας που ξεπερνά τα όποια επιτεύγματα κάθε εποχής, μεταμορφώνοντάς τα σε Εκκλησία και σίγουρα όχι μέσα από στατικές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες ή θεάματα. Η τηλεοπτική, κινηματογραφική και διαδικτυακή μετάδοση τής ζωής των μελών αυτής της σύναξης, διογκώνει ένα υπάρχον αλλοτριωτικό σύμπτωμα στην Εκκλησία και εκκοσμικεύει το εσχατολογικό γεγονός της αφού«η θεία Ευχαριστία είναι το κατ’ εξοχήν εσχατολογικό γεγονός της Εκκλησίας. Από τη φύση της είναι «σύναξις επί το αυτό», προσωπική και σωματική κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, όπως θα είναι στη Βασιλεία του Θεού. Όταν δεν πραγματοποιείται αυτή η σωματική σύναξη, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην τηλεοπτική μετάδοσή της, χάνεται το εσχατολογικό μήνυμα της Εκκλησίας. Η πιο εσχατολογική στιγμή της Εκκλησίας εκκοσμικεύεται». (Ιωάννου Ζηζιούλα, ΕΡΓΑ Α΄ ΕΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, Αθήνα 2016, σελ. 528).

   Εκκλησία δια τηλεοράσεως, οθόνης κινηματογράφου ή και υπολογιστή δεν υφίσταται, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει η συμμετοχή όπως στη Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία και Ευχαριστία χωρίς συμμετοχή,  χωρίς σύναξη λειτουργική, είναι μια πράξη μαγική,αφού«η Εκκλησία συνιστά την Ευχαριστία ενώ την ίδια στιγμή συνίσταται από αυτήν. Εκκλησία και Ευχαριστία είναι αλληλοεξαρτώμενες, συμπίπτουν μεταξύ τους και ακόμα, κατά κάποια έννοια, ταυτίζονται» (Ιωάννου Ζηζιούλα, ΕΡΓΑ Α΄ ΕΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, Αθήνα 2016, σελ. 456).

Πριν ακόμη η αλλοτριωτική παρουσίαση,κινηματογραφικά και τηλεοπτικά, της ζωής των αγίων της Εκκλησίας, λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και επηρεάσει την όπου γης εκκλησιαστική κοινότητα, αλλοτριώνοντας το εσχατολογικό στοιχείο της και υποκαθιστώντας το έργο και την ταυτότητα του γεγονότος της αγιότητας, ως γεγονότος εκκλησιαστικού,χρειάζεται η απομάκρυνση από το νεοφανές αυτό στοιχείο της κινηματογραφικής και τηλεοπτικής θέασης του βίου των αγίων της Εκκλησίας και η αναζήτηση της πραγματικής διάστασης της αγιότητας,στηριγμένης στην Ιερά Παράδοση και στη Θεολογία της Εκκλησίας, μιάς Εκκλησίας συνηγμένης γύρω από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και προσβλέπουσας προς τα Έσχατα.

Διαβάστε ακόμα